Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Καβγάς σε αμερικάνικα forum για μια φωτογραφία με τον Obama!

Σε διάφορα αμερικάνικα forum που επισκέφθηκα σήμερα, γίνεται μεγάλος καβγάς για την παραπάνω φωτό του Obama που φυσικά δε σημαίνει τίποτα, αλλά ήδη κάποιοι την χρησιμοποιούν με διάφορες υπερβολικές λεζάντες από κάτω και βελάκια με καυστικά σχόλια!
Ο φακός παίζει περίεργα παιχνίδια αν και υποστηριχτές του Obama καταγγέλλουν ότι δούλεψε και το photoshop, ενισχύοντας τα υπονοούμενα.

2 σχόλια:

Παπουτσάκης είπε...

Το Χόλιγουντ είχε «δει» τον μαύρο πρόεδρο
Οι καθοριστικές ταινίες των τελευταίων 50 ετών

International Herald Tribune

Η νίκη του Μπαράκ Ομπάμα τον Νοέμβριο έδειξε, προς έκπληξη πολλών στις ΗΠΑ και στον κόσμο, ότι οι Αμερικανοί ήταν έτοιμοι να δεχτούν έναν μαύρο πρόεδρο. Βέβαια, έχουμε δει ήδη πολλούς μαύρους προέδρους, όχι στον πραγματικό Λευκό Οίκο αλλά στην εικονική Αμερική των ταινιών και της τηλεόρασης. Ο Τζέιμς Ερλ Τζόουνς στο φιλμ «The Man», ο Μόργκαν Φρίμαν στο «Deep Impact», ο Κρις Ροκ στο «Head of State» και ο Ντένις Χέισμπερτ στο «24» μάς βοήθησαν να φανταστούμε την εντυπωσιακή άφιξη του Ομπάμα πριν συμβεί. Και ίσως να επιτάχυναν τον ερχομό του. Χωρίς αμφιβολία, η ιστορική απροθυμία του Χόλιγουντ να εναγκαλιστεί μαύρους καλλιτέχνες και η επιμονή του στις ρατσιστικές καρικατούρες και τα στερεότυπα επιβιώνουν έως σήμερα. Ωστόσο, μέσα στα τελευταία 50 χρόνια, οι μαύροι στις ταινίες έχουν ταξιδέψει από το γκέτο στο προσκήνιο, από δεύτερους ρόλους υπηρετών και περιθωριακών στη λαμπερή λίστα των πρωταγωνιστών.

Στερεότυπα

Κινηματογραφιστές πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, όπως ο Τσαρλς Μπέρνετ, ο Σπάικ Λι και ο Τζον Σίνγκλετον, έχουν βοηθήσει να βγει η πραγματική ζωή των μαύρων από το περιθώριο, και το ίδιο έχουν κάνει ερμηνευτές που ξεπέρασαν τα στερεότυπα του πρωτογονισμού και της δουλικότητας για να δημιουργήσουν καινούργιες, πλουσιότερες και πιο αληθινές εικόνες των Αφροαμερικανών. Στη διαδρομή αυτή αναδύθηκε ένα αρχέτυπο, εκείνο του μαύρου ήρωα που, σαν τον Γουίλ Σμιθ στη «Μέρα ανεξαρτησίας», αναδύεται από τις στάχτες –στην περίπτωση της ταινίας, από τις καπνίζουσες στάχτες του Λευκού Οίκου– για να σώσει τον κόσμο ή, τουλάχιστον, τις οικογενειακές διακοπές. Οι ταινίες των τελευταίων πέντε δεκαετιών δεν προφήτευσαν την προεδρία Ομπάμα, βοήθησαν όμως να γραφτεί η προϊστορία της.

Ο πρώτος μαύρος σταρ –ο πρώτος που κέρδισε Οσκαρ σε πρωταγωνιστικό ρόλο και ο πρώτος που είδε το όνομά του πάνω από τον τίτλο της ταινίας στις διαφημίσεις– ήταν ο Σίντνεϊ Πουατιέ. Το 1961, τη χρονιά που γεννήθηκε ο Ομπάμα, ο Πουατιέ ερμήνευσε τον Γουόλτερ Λι Γιάνγκερ, τον ανήσυχο, φιλόδοξο πρωταγωνιστή της ταινίας «Ενα σταφύλι στον ήλιο». Οι επόμενοι ρόλοι είχαν κάτι από την οργή και τον ιδεαλισμό αυτού του ήρωα, αλλά αφορούσαν περισσότερο το ακανθώδες ζήτημα του κύρους του Αφροαμερικανού άνδρα μέσα σε μια κοινωνία που περιμένει από αυτόν να είναι υπάκουος και υποταγμένος. Πώς μπορεί να συμβιβαστεί με τον λευκό κόσμο χωρίς να θυσιάσει τον αυτοσεβασμό του; Αντιμετωπίζοντας αυτές τις προκλήσεις σε ταινίες όπως η «Ιστορία ενός εγκλήματος» και «Μάντεψε ποιος θα ’ρθει το βράδυ», ο Πουατιέ έγινε ο μαύρος πρέσβης στη λευκή Αμερική, καλόηθες έμβλημα της μαύρης δύναμης. Δεν έγινε όμως καθόλου δημοφιλής στο κίνημα της Μαύρης Δύναμης. Σχεδόν αμέσως μόλις κυκλοφόρησαν, το 1967, αυτές οι φιλελεύθερες ταινίες άρχισαν να φαίνονται παλιομοδίτικες και αφελείς. Καθώς οι μαχητικές εκδηλώσεις των μαύρων ακτιβιστών απειλούσαν να επισκιάσουν το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, ο Πουατιέ, άνθρωπος πολιτικά συνειδητοποιημένος και δραστήριος, κατηγορήθηκε ως συμβιβασμένος με το λευκό κατεστημένο.

Η «πολιτικά ορθή» εικόνα του έντιμου, Αφροαμερικανού που ενσάρκωσε ο Πουατιέ ξεπεράστηκε τα επόμενα χρόνια, και οι μαύροι κινηματογραφικοί ήρωες κινήθηκαν ελεύθερα γύρω από τον άξονα της αρετής και της κακίας: κλέφτες κι αστυνόμοι, άγιοι και αμαρτωλοί. Η γοητεία του Μαύρου Παράνομου ήταν τόσο μεγάλη που, έχοντας δει τον Μόργκαν Φρίμαν να κυκλοφορεί με σατανική χάρη σαν προαγωγός στο φιλμ του 1987 «Street Smart», η Πολίν Κάελ αναρωτήθηκε μήπως πράγματι ήταν ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός ηθοποιός στην Αμερική.

Το 2002, ο Ντένζελ Ουάσινγκτον έγινε ο δεύτερος Αφροαμερικανός που κέρδισε Οσκαρ πρώτου ρόλου παίζοντας έναν «βρώμικο» αστυνομικό του Λος Αντζελες στο θρίλερ «Μέρα εκπαίδευσης». Ο Ουάσινγκτον πρόσθεσε ένα φορτίο ερωτισμού στη βιαιότητα του ρόλου του, σαν να ήθελε να σβήσει κάθε ίχνος του ηρωικού προφίλ του σε ταινίες όπως η «Φιλαδέλφεια» και ο «Malcolm X». Ηταν ο Ντένζελ ο Κακός, κινηματογραφική αδελφή ψυχή του Σάμιουελ Τζάκσον στο «Pulp Fiction» και σε άλλες ταινίες.

Η βία μπορεί να είναι εξίσου συναρπαστική όταν είναι αποκλειστικά λεκτική. Ο Ρίτσαρντ Πράιορ ήταν ανάμεσα στους πρώτους κωμικούς που ανακάλυψαν ότι το λευκό κοινό μπορεί να σαγηνευτεί όταν προκαλείται και καθυβρίζεται. Εκτισε τη σταντ απ παράστασή του, που είχε μεγάλη απήχηση σε μαύρους και λευκούς, με θεμέλιο την αθυροστομία και την επιθετική αμεσότητα. Ο «μαύρος προβοκάτορας» της δεκαετίας του ’70 πέρασε γρήγορα στο κυρίαρχο ρεύμα της ποπ κουλτούρας ως κινηματογραφικός αστέρας. Η καριέρα του δεν έμεινε πολύ στο απόγειό της, ωστόσο η επιρροή του είχε ήδη απλωθεί. Ο Κρις Ροκ, με την προσήλωσή του στην πολιτική και σεξουαλική τολμηρότητα, είναι ο πιο προφανής κληρονόμος του. Ομως, η γραμμή διαδοχής περνάει μέσα από την καριέρα του Εντι Μέρφι, ο οποίος επίσης προσφέρει έναν πολύ σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα από τον Πουατιέ μέχρι τον Ουάσινγκτον και τον Σμιθ.

Στη δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή Saturday Night Live, ο νεαρός Μέρφι έβαλε τη σφραγίδα του σατιρίζοντας μαύρα στερεότυπα και διασημότητες κάθε λογής. Η ικανότητά του να συνδυάζει το ξεκαρδιστικό χιούμορ με την αιχμηρή ψυχρότητα αναδείχτηκε καλύτερα στον κινηματογράφο, όπου έκανε τη μετάβαση από την κωμωδία («48 ώρες», «Πολυθρόνα για δύο») στις ταινίες δράσης («Ο μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς») με εκπληκτική χάρη και ταχύτητα. Οταν ο Μέρφι, στο Saturday Night, σατίρισε τον Μπιλ Κόσμπι, φάνηκε σαν να απέδιδε φόρο τιμής και ταυτόχρονα να έκανε οιδιπόδεια επίθεση. Η καριέρα του Κόσμπι ως εμβληματικού Αμερικανού μπαμπά ξεκίνησε στο The Cosby Show. Η καινοτομία της τηλεοπτικής σειράς, ανατρεπτικής και ταυτόχρονα βαθιά συντηρητικής, αφορούσε την επιμονή της να δείχνει ότι το να είσαι μαύρος είναι άλλος ένας τρόπος να είσαι κανονικός, συνηθισμένος άνθρωπος.

Διαθέτουν ψυχή

Οι μαύροι ηθοποιοί έχουν επίσης ανθήσει στην οθόνη ως μορφές πνευματικού πατέρα, όπως ο Μαύρος Γιόντα στον «Πόλεμο των Αστρων: Επεισόδιο V – Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται», ο οποίος καθοδηγεί νεαρούς (λευκούς) ήρωες στον δρόμο του πεπρωμένου τους. Αυτές οι σχέσεις μέντορα – μαθητή θυμίζουν αυτό που ο ιστορικός Ντόναλντ Μπογκλ αποκάλεσε «κινηματογραφικό σύνδρομο Χοκ Φιν»: ο καλός λευκός, αντιμέτωπος με τη διαφθορά του (λευκού) κατεστημένου, καταφεύγει σ’ έναν «έμπιστο μαύρο που δεν ανταγωνίζεται τους λευκούς και που χρησιμεύει σαν αξιόπιστη ενίσχυση αυτοπεποίθησης». Ο λευκός ήρωας βρίσκει στήριγμα σ’ αυτή τη σχέση, γιατί «οι μαύροι φαίνεται να διαθέτουν την ψυχή που αναζητάει ο λευκός».

Σωτήρας, συμβουλάτορας, γόης, πατριάρχης, εκδικητής – σε σύγκριση με όλα αυτά, το να είσαι πρόεδρος φαίνεται λιγότερο περίπλοκη δουλειά. Ο Μπαράκ Ομπάμα, στο κάτω κάτω, είναι μαύρος μόνο κατά το ήμισυ και δουλεύει πάνω σ’ ένα σενάριο που δεν έχει ακόμα γραφτεί.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_08/02/2009_302247

Παπουτσάκης είπε...

«Παγώνοντας» την εικόνα του Ρίτσαρντ Νίξον
Το προσκήνιο και το παρασκήνιο των συνεντεύξεων που έδωσε ο πρόεδρος το 1977 στον Βρετανό τηλεαστέρα Ντέιβιντ Φροστ

Του Δημητρη Μπουρα

«Το πρώτο μεγάλο αμάρτημα της τηλεόρασης είναι ότι δημιουργεί το δικό της μήνυμα, απλοποιώντας, υποβαθμίζοντας, ενίοτε καταστρέφοντας τα πάντα σε ένα σκηνοθετημένο απλό στιγμιότυπο», συμπεραίνει με δόση πικρίας ένας από τους κομβικούς χαρακτήρες του «Frost / Nixon» - ο ιδεαλιστής ερευνητής Τζέιμς Ρέστον τζούνιορ που έζησε το παρασκήνιο της περιβόητης τηλεοπτικής μονομαχίας του Βρετανού Ντέιβιντ Φροστ με τον Ρίτσαρντ Νίξον. Ο Φροστ, ένας άνθρωπος με φήμη και χωρίς κανένα ιδιαίτερο προσόν, πέτυχε σε λίγα δευτερόλεπτα αυτό που δεν θα πετύχαινε ποτέ ένας δημοσιογράφος, ένας δικαστής ή ένας ορκισμένος πολιτικός αντίπαλος του αμφιλεγόμενου Νίξον: «ένα πρησμένο και κατεστραμμένο πρόσωπο από μοναξιά, αυτολύπηση και ήττα».

Ο Νίξον ήταν ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που αναγκάστηκε σε παραίτηση εξαιτίας ενός πολιτικού σκανδάλου. Ο Φροστ ήταν ο πρώτος κωμικός, σόουμαν της τηλεόρασης, που απέκτησε σοβαρό προφίλ, φέρνοντας τους μηχανισμούς του θεάματος στην πολιτική, για την οποία αδιαφορούσε. Απλώς, αξιολογούσε τα πολιτικά γεγονότα με κριτήριο το κατά πόσον θα μπορούσαν να γίνουν τηλεοπτικό θέαμα -μαγνήτης για το κοινό.

Η υπερπαραγωγή...

Το πρωινό της παραίτησης του Νίξον, τον Αύγουστο του 1974, ο Φροστ είχε απορήσει με τους ανθρώπους του προέδρου αλλά και με τους επιτελείς των αμερικανικών δικτύων. Πώς είναι δυνατόν η ζωντανή μετάδοση ενός γεγονότος, που σπάει τους δείκτες της τηλεθέασης, να γίνεται σε ώρα που η μισοί Αμερικανοί είναι ακόμη στο κρεβάτι; (Λόγω διαφοράς ώρας Ανατολικής και Δυτικής Ακτής). Ο σταρ της ημέρας (ο υπό παραίτηση πρόεδρος) θα μπορούσε να περιμένει να ξυπνήσουν. Την απορία τη διαδέχτηκε το όνειρο της μεγάλης επιτυχίας· ο παρείσακτος στο βασίλειο της αντικειμενικής ενημέρωσης σκέφτηκε να επενδύσει στον έκπτωτο του Λευκού Οίκου χρηματοδοτώντας μια συνέντευξη-υπερπαραγωγή μαζί του. Η πρόταση του Φροστ έπεσε σαν μάννα εξ ουρανού στο τραπέζι των συμβούλων του Νίξον, οι οποίοι εξασφάλισαν μια αμοιβή ύψους 600.000 δολαρίων για τον πρωταγωνιστή του Γουότεργκεϊτ. Ο Φρόστ έδειχνε εύκολος αντίπαλος για τον πανταχόθεν βαλλόμενο πρώην πρόεδρο που σκεφτόταν σοβαρά την υστεροφημία του. (Η απόφαση του Τζόνσον να μην παραπέμψει τον προκάτοχό του στη δικαιοσύνη συντηρούσε αμείωτο το θόρυβο του Γουότεργκεϊτ.)

Την άνοιξη του 1977, ο Νίξον έσπασε τη σιωπή του. Μπήκε σε ένα αυτοσχέδιο στούντιο για το τηλεοπτικό ματς με τη σιγουριά ενός έμπειρου πυγμάχου βαρέων βαρών απέναντι σε έναν πρωτοεμφανιζόμενο κατηγορίας φτερού. Σίγουρος για τη νίκη μέχρι τον τελευταίο γύρο, όπου δέχτηκε τη μοιραία γροθιά στο πρόσωπο. Ο πλεϊμπόι Φροστ τον αιφνιδίασε με μια απεγνωσμένη κίνησή του: παρουσίασε τα στοιχεία της δημοσιογραφικής έρευνας του Ρέστον, την οποία αρχικά είχε απορρίψει γιατί δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τη σημασία της. Το γκρο πλαν στο αξιολύπητο πρόσωπο του Νίξον, που η σιωπή του σήμαινε παραδοχή της ενοχής για το σκάνδαλο, ήταν η απρόσμενη ανατροπή που έφερε σασπένς σε μια προβλέψιμη και αδιάφορη τηλεοπτική μονομαχία. Ενα στιγμιαίο δράμα που στόχευσε στο συναίσθημα του προδομένου από τους θεσμούς μέσου Αμερικανού.

...και το πρωτοσέλιδο

Το 1976, στο θρίλερ «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου», οι άνθρωποι του προέδρου έμειναν τεχνηέντως στο σκοτάδι. «Η Washington Post, ο Μπομπ Γούντγουορντ και ο Καρλ Μπερνστάιν, δεν ενδιαφέρονται για το «ποιος είναι ποιος;» στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, αλλά για το αν οι πληροφορίες τους είναι σωστές, αν μπορούν να τις δημοσιεύσουν», γράφει ο Χρήστος Βακαλόπουλος στην κριτική του για την ταινία. Για τον Γούντγουορντ και τον Μπερνστάιν το κυνήγι της αλήθειας σταματάει στα στοιχεία του εγκλήματος. Η ψυχολογία του δολοφόνου αφήνεται έξω από το πρωτοσέλιδο. Το μοντέλο της δημοσιογραφίας που υπηρετούσαν και οι δυο είχε ως όπλο του τη γραφομηχανή και θεμελιώδη αρχή την ψυχρή αντικειμενικότητα.

Στο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» ο Τύπος, ως έννοια, συνοψίζει τη δυνατότητα αυτόματου έλεγχου της εξουσίας από τον ανώνυμο πολίτη. Στο «Frost / Nixon» η οθόνη της τηλεόρασης λειτουργεί, άλλοτε σαν υποκατάστατο της αίθουσας του δικαστηρίου κι άλλοτε σαν εξομολογητήριο. Ζητούμενο και στις δυο περιπτώσεις είναι η κάθαρση. Αυτή την δυνατότητα παρείχε η τηλεοπτική μονομαχία Φροστ - Νίξον. Στο επίπεδο της ηθικής, το πολιτικό σύστημα επιβεβαίωσε την ακεραιότητά του. Στο επίπεδο της ψυχολογίας, ο αμαρτωλός Νίξον απέβαλε, έστω βασανιστικά, το βαρύ φορτίο από τους ώμους του και ο καιροσκόπος Φροστ το σύμπλεγμα του γελωτοποιού.

Δείτε

-Frost, Nixon: η αναμέτρηση (Frost / Nixon, 2008).

Θα μπορούσε να τιτλοφορείται: «Η απολογία του Ρίτσαρντ Νίξον». Ο Ρον Χάουαρντ αναμειγνύει το κινηματογραφημένο ρεπορτάζ με το δράμα, μεταφέροντας στην οθόνη το θεατρικό του Βρετανού Πίτερ Μόργκαν («Βασίλισσα», «Ο τελευταίος βασιλιάς της Σκωτίας»). Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι πέρα για πέρα αληθινά και έχουν να κάνουν με το προσκήνιο και το παρασκήνιο των συνεντεύξεων που έδωσε ο Νίξον το 1977 στον Βρετανό τηλεαστέρα Ντέιβιντ Φροστ. Με Φρανκ Λανγκέλα, Μάικλ Σιν. Το «Frost / Nixon» είναι υποψήφιο για πέντε Οσκαρ (Καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, α΄ ανδρικού ρόλου στον Λανγκέλα, προσαρμοσμένου σεναρίου, μοντάζ). (Στις αίθουσες από την Πέμπτη 12/2).

-Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου (All The President's Men, 1976).

Το διασημότερο πολιτικό θρίλερ του Χόλιγουντ γυρίστηκε από τον Αλαν Πάκουλα στη σκιά του Γουότεργκεϊτ και πραγματεύεται το ρόλο του Τύπου ως θεμελιώδους θεσμού της αστικής δημοκρατίας. Το σενάριο βασίζεται στο βιβλίο των δημοσιογράφων της Washington Post Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπερνστάιν. Με Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Ντάστιν Χόφμαν. (Σε dvd από την Audio Visual).

-Νίξον (Νixon, 1995).

Βιογραφία εστιασμένη στην άγνωστη και, εν τέλει συμπαθή, πλευρά του πρωταγωνιστή του Γουότεργκεϊτ. Ο Ολιβερ Στόουν προσεγγίζει τον Νίξον με ψυχολογικούς όρους, σκιαγραφώντας το πορτρέτο ενός τραγικού πρόσωπου - θύματος της μοίρας, των φιλοδοξιών, αλλά και της αδυναμίας του να αντιληφθεί τι συνέβαινε στο περιβάλλον του. Με τον Αντονι Χόπκινς. (Αναζητήστε το dvd στο Διαδίκτυο. Το Amazon είναι μια λύση).

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_08/02/2009_302230