Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Οταν η απληστία γίνεται κινητήριος δύναμη

βιβλίο:"Πετρέλαιο!" του Απτον Σίνκλερ (από την "Καθημερινή")
Ο Αμερικανός συγγραφέας Απτον Σίνκλερ (1878-1968) ήρθε στο προσκήνιο πέρυσι με την προβολή της ταινίας «Θα χυθεί αίμα» του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Πολ Τόμας Αντερσον και τη συγκλονιστική ερμηνεία του ηθοποιού Ντάνιελ Ντέι Λιούις στον ρόλο του πετρελαιοβιομηχάνου. Το σενάριο της ταινίας βασίστηκε κάπως ελεύθερα στο εξαιρετικό μυθιστόρημα του Σίνκλερ «Πετρέλαιο!», το οποίο είχε κυκλοφορήσει το 1927. Ο συγγραφέας, που τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ το 1943 για το έργο του «Τα δόντια του δράκου», εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αλλά παράλληλα έγραψε περίπου ενενήντα βιβλία στα οποία παρουσίασε τις κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις στις ΗΠΑ. Ποτέ δεν έκρυψε, άλλωστε, τις σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις, οι οποίες σφυρηλατήθηκαν κατά τη δύσκολη παιδική του ηλικία.
Διεφθαρμένοι πολιτικοί
Στο μυθιστόρημα «Πετρέλαιο!» ο συγγραφέας περιγράφει την έκρηξη εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων πετρελαίου στη Νότια Καλιφόρνια στις αρχές του εικοστού αιώνα, και λαμβάνει υπ’ όψιν του μια αληθινή υπόθεση διαφθοράς πολιτικών προσώπων. Ο Τζ. Ρος είναι ένας δαιμόνιος έμπορος, που αγοράζει γη σε χαμηλές τιμές, ενώ αργότερα, όταν εκμεταλλεύεται το πετρέλαιο, το οποίο βρίσκει στην ιδιοκτησία του, μετατρέπεται σε ισχυρό παράγοντα της περιοχής και της χώρας. Παρακολουθούμε την σταδιακή άνοδο του ήρωα μέσω της ματιάς του ευαίσθητου και σκεπτόμενου γιου του, του Μπάνι, ο οποίος είναι ιδιαιτέρως δεμένος με τον «Πατέρα» του και από νωρίς εκπαιδεύεται απ’ αυτόν για να γίνει εμπορικό δαιμόνιο και συνεχιστής της πετρελαϊκής αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο «Πατέρας» περιγράφεται πότε με τρυφερότητα πότε με απορία. Ο Τζ. Ρος διαθέτει επιμονή, υπομονή, θάρρος και θράσος, μα πάνω απ’ όλα ευφυΐα. Δεν διστάζει να δωροδοκήσει πολιτικούς για να επιτύχει τους στόχους του, ενώ ο γιος του, που παρακολουθεί όλες τις συναλλαγές του, αναρωτιέται ποιο είναι το σωστό και ποιο όχι. Κι αυτό γιατί άλλα μαθαίνει στο σχολείο κι άλλα βλέπει να .....
εφαρμόζονται στην πραγματικότητα.

Η απληστία γίνεται η κινητήριος δύναμη για όλο και περισσότερα κέρδη, αλλά και για πολιτική ισχύ, αν και η ριψοκίνδυνη στάση μερικές φορές ισοδυναμεί με τον όλεθρο. Πολύ συχνά τονίζει στον αμφισβητία γιο του ότι ο κόσμος είναι απάνθρωπος και ότι δεν είναι δική του δουλειά να τον αλλάξει. Η μητρική μορφή είναι απούσα ή ακόμα κι όταν αυτή διαγράφεται, δεν διαθέτει αρετές, ενώ αντιθέτως η πατρική σκιά καλύπτει όλες τις ανάγκες του παιδιού. Οι γυναίκες σύμφωνα με τις απόψεις του μεγαλοβιομηχάνου Ρος είναι απειλή για τον γιο του και μάλιστα, προς επίρρωσιν των επιχειρημάτων του, αναφέρεται σε παραδείγματα γυναικών που εκβίασαν και κατέστρεψαν ηλικιωμένους πλούσιους άντρες.
Οταν ο νεαρός Ρος γνωρίζει τον εργάτη Πολ, η ζωή του αλλάζει. Ο Πολ είναι ανήσυχος, ανιδιοτελής, και σπουδάζει, μελετάει σπουδαίους συγγραφείς της εποχής, ενώ γίνεται η αφορμή να συνδεθούν οι Ρος με την οικογένειά του, στα κτήματα της οποίας υπάρχουν πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου. Αργότερα θα ασχοληθεί με τον συνδικαλισμό και θα αγωνιστεί για τα δίκαια των εργατών. Θα λάβει, μάλιστα, μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μόλις βρεθεί στο μέτωπο με τους Ρώσους, συντάσσεται στις τάξεις των μπολσεβίκων.
Οταν επιστρέφει στην πατρίδα του δολοφονείται από ακραία στοιχεία, ενώ ο Μπάνι κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους, σε συγκρούσεις, και προσπαθεί να καταλάβει πού πραγματικά βρίσκεται η αλήθεια. Στο τέλος διαπιστώνει ότι ίσως οι επόμενες γενιές να είναι πιο ευτυχισμένες από τη δική του: «…εφ’ όσον οι άνθρωποι βρουν κάποιο τρόπο ν’ αλυσοδέσουν τον μαύρο και απάνθρωπο δαίμονα που σκότωσε τη Ρουθ Γ. και τον αδερφό της – ναι ακόμα και τον μπαμπά: μια Δόλια Δύναμη που περιπλανιέται άσκοπα στην οικουμένη, σακατεύοντας κορμιά ανδρών και γυναικών, δελεάζοντας έθνη και παρασύροντάς τα στην καταστροφή με οράματα αγόγγυστου πλούτου, σκλαβώνοντας και καταδυναστεύοντας τον ανθρώπινο μόχθο».
Η εκμετάλλευση των πιστών
Το μυθιστόρημα διαθέτει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ατμόσφαιρα, γρήγορη δράση και αποκαλύπτει την απληστία, τη διαφθορά, τον πόλεμο των κοινωνικών τάξεων, αλλά και την ισχύ την οποία έχει μια μερίδα σκεπτόμενων ατόμων, που μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, παρ’ όλες τις δυσκολίες. Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να καταγράψει τις αντιπαραθέσεις και τον ανταγωνισμό εκπροσώπων του εργατικού κινήματος. Επιπλέον καταγγέλλεται η κοινωνική αδικία, όπως επίσης και η αλαζονεία των εκπροσώπων της Ευαγγελικής Εκκλησίας, η υποκρισία μελών της, αλλά και η αφέλεια ορισμένων πιστών. Ο αδερφός του Πολ, ο Ιλάι, ενσαρκώνει την παθολογία φανατικών οπαδών θρησκευτικών οργανώσεων, οι οποίες εκμεταλλεύονται την ανάγκη του απλού πολίτη να πιστέψει κάπου και να αποθέσει όλες τις προσδοκίες του σε φορείς που παίζουν τους μεσάζοντες ανάμεσα στα «ουράνια» και γήινα πράγματα. Είναι έτσι δομημένο το μυθιστόρημα ώστε σε καμιά περίπτωση δεν ξεπέφτει σε απλοϊκά κηρύγματα και δεν υιοθετούνται απόλυτες αλήθειες, αλλά σ’ αυτό συγκροτούνται οι διαφορετικοί κόσμοι και παρουσιάζονται με τις αντιθέσεις τους, τις συγκρούσεις τους.

Η μετάφραση είναι στρωτή, αλλά τύποι όπως «ανταλλάγησαν» (σ. 72), ο αγγλισμός «αυτοί ήταν που είχαν…» (σ. 43) ή αυτό το «άμεσα», που έχει εκτοπίσει το επίρρημα «αμέσως», θα μπορούσαν να αποφευχθούν.

5 σχόλια:

Παπουτσάκης είπε...

Ας αφήσουμε το σύστημα να καταρρεύσει!
Η Αμερικανίδα διανοούμενη Σάσκια Σάσεν δηλώνει ότι από την κρίση πρέπει να διδαχθούμε

Της Μαργαριτας Πουρναρα

Από την πρώτη αναφορά στο Πλανητικό Χωριό του Μάρσαλ ΜακΛούαν μέχρι σήμερα, ο σύγχρονος ανθρωπος συνειδητοποιεί ότι ζει σε ένα περιβάλλον ρευστό και μεταλλασσόμενο, απρόβλεπτο και πλούσιο σε ερεθίσματα. Η Σάσκια Σάσεν, ολλανδικής καταγωγής Αμερικανίδα, καθηγήτρια στο London School of Economics και στο Columbia University, έχει συγγράψει πολλά βιβλία με θέμα την παγκοσμιοποίηση, εστιάζοντας στις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές της διαστάσεις, καθώς και στη μετανάστευση ως φορέα πολιτικών αλλαγών. Η εξηντάχρονη ακαδημαϊκός επινόησε τον όρο Global City, με το ομώνυμο βιβλίο της το 2001. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο της «Χωρίς έλεγχο; Η εθνική κυριαρχία, η μετανάστευση και η ιδιότητα του πολίτη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης» (εκδ. Μεταίχμιο).

Στις 27 και 28 Φεβρουαρίου θα βρίσκεται στην Ελλάδα για να μιλήσει στο συμπόσιο «Η Ευρώπη Σήμερα. Μετανάστευση» που διοργανώνει το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης σε συνεργασία με το Ιδρυμα Heinrich-B�ll-Foundation Brand και την Artbox. Απαντά στις ερωτήσεις της «Κ» για την πρόσφατη οικονομική κρίση και τον ρόλο της πολιτικής.

— Η οικογενειακή σας ιστορία είναι ιστορία διασποράς...

— Κατάγομαι από παλιά ολλανδική οικογένεια. Οι Ολλανδοί έχουν παράδοση στη διασπορά. Μετά τον πόλεμο, οι γονείς μου μετακόμισαν στο Μπουένος Αϊρες, όπου γεννήθηκα. Οι λόγοι ήταν οικονομικοί και πολιτικοί. Ο παππούς μου ήταν δήμαρχος μιας μικρής ολλανδικής πόλης και έκανε μια συμφωνία με τους Γερμανούς να μην τη βομβαρδίσουν. Δεν παρέδωσε ποτέ Εβραίους αλλά έπρεπε να φύγουμε από την χώρα. Μεγάλωσα στη Ρώμη και ύστερα σπούδασα στη Γαλλία. Δεν νομίζω ότι το πλούσιο σε πολιτιστικά ερεθίσματα παρελθόν μου με ώθησε να καταπιαστώ με το θέμα της μετανάστευσης και της παγκοσμιοποίησης. Με βοήθησε όμως να καταλάβω πόσο διαφορετική είναι η Δύση, πόσες ιδιαιτερότητες υπάρχουν ανάμεσα σε χώρες που μοιράζονται κοινές πνευματικές αξίες.

Παγκοσμιοποίηση

— Πολλές φορές έχετε ασκήσει έντονη κριτική στις ΗΠΑ. Αισθάνεστε την Αμερική, πατρίδα σας;

— Αν έγραφα ποτέ βιογραφία θα της έδινα τον τίτλο «Πάντα ξένη, πάντα στην πατρίδα μου». Βλέπετε, ζω στην Αμερική αλλά δεν νιώθω Αμερικανίδα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, είχα έρθει για πρώτη φορά στην Αθήνα. Ημουν πολύ νέα, η οικογένειά μου έμενε στη Ρώμη και συνοδευόμουν από τον Ιταλό φίλο μου. Η πόλη σας μου άρεσε τόσο που αποφάσισα να μείνω για πάντα. Χρειάστηκε ολόκληρος αγώνας για να με μεταπείσουν. Τελικά τα κατάφεραν.

— Ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αυτό βοηθάει τον σημερινό άνθρωπο να αναπτύξει την αλληλοκατανόηση;

— Δυστυχώς, επειδή έχει αναπτυχθεί ο παγκόσμιος τουρισμός, οι άνθρωποι νομίζουν ότι μπορούν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον, καθώς ταξιδεύουν συχνά. Ομως, η παγκοσμιοποίηση που βιώνουμε στις ημέρες μας είναι κυρίως καταναλωτική. Πάσχουμε από μια επικίνδυνη άγνοια, που μας κάνει να πιστεύουμε ότι έχουμε γνώση, ενώ στην ουσία δεν γνωρίζουμε τι συμβαίνει γύρω μας. Παλιά σχηματίζαμε λ.χ. μια ιδέα για μια χώρα από μια ταινία ή ένα τραγούδι και είχαμε απόλυτη συνείδηση ότι δεν ξέρουμε πώς είναι η ζωή εκεί. Τώρα, ενδεχομένως να κάνουμε ένα σύντομο τουριστικό ταξίδι και να γυρίσουμε σπίτι μας με την βεβαιότητα ότι καταλάβαμε τον τόπο και τους ανθρώπους. Στηρίζουμε τη δήθεν γνώση στα οπτικά μας ερεθίσματα που είναι συναρπαστικά, όμως ο πολιτισμός μιας χώρας –πέρα από τις τουριστικές ατραξιόν– είναι ερμητικά κλειστός και θέλει τον χρόνο του για να ανοιχτεί στον ταξιδιώτη.

— Εσείς, πώς καταφέρνετε να διεισδύσετε στο «πετσί» μιας ξένης χώρας;

— Οταν ταξιδεύω, δεν πηγαίνω να δω τα αξιοθέατα. Κάθομαι σε ένα καφέ, διακριτικά αόρατη και σιωπηλή. Ποτέ δεν σπεύδω να συστηθώ ή να πω τι κάνω στην ζωή μου. Μετά δύο - τρεις ώρες, κάποιος θα μου πιάσει κουβέντα και αυτά που θα πούμε είναι συνήθως πολύ ουσιαστικά. Η σιωπή και η παρατήρηση των διαφορετικών ρυθμών είναι το διαβατήριο της αλληλοκατανόησης. Οι Αμερικανοί πάντα φωνασκούν –όχι με την χαρούμενη ευεξία των Ιταλών– αλλά με την απαίτηση να επιβάλουν τον εαυτό τους.

Καινούργιο μόρφωμα

— Τα τελευταία είκοσι χρόνια μιλάμε για την παγκοσμιοποίηση χωρίς να είμαστε σε θέση να δώσουμε έναν ορισμό. Ποια είναι η απόψή σας;

— Το 1980, ταυτίσαμε την παγκοσμιοποίηση με τις νέες τεχνολογίες, με τη «συρρίκνωση» του κόσμου επειδή αναπτύχθηκαν οι αερομεταφορές, με την ελεύθερη κυκλοφορία των ιδεών, με την πεποίθηση ότι ο τόπος γινόταν κάτι ρευστό. Πάντα όμως αντιμετώπιζα αυτήν την προσέγγιση με σκεπτικισμό και από εκεί προέκυψε το βιβλίο μου «Global Cities». Ετσι, λοιπόν, είχα μια διαφορετική ανάγνωση: όλη αυτή η φρενήρης οικονομική δραστηριότητα σε παγκόσμιο επίπεδο αγγίζει και διαμορφώνει την επιχειρηματική κουλτούρα σε κάθε πόλη, κάνοντας ένα καινούργιο μόρφωμα. Αντί να δώσω έμφαση στην ομογενοποίηση, ήθελα να δω τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους αντιδρούσαν οι πόλεις στα μέτρα και τα σταθμά που έρχονταν απέξω. Με αυτόν τον τρόπο, έμπαινε ξανά στο πλάνο και ο ανθρώπινος παράγοντας. Αν ο τόπος έχει σημασία στην παγκοσμιοποιημένη εποχή –κάτι που λείπει από πολλές αναλύσεις και μελέτες– τότε και οι πολίτες (ειδικά αυτοί που δεν ανήκουν στην ελίτ) μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο, να αντιδράσουν, να μη νιώθουν παρατηρητές στο φαινόμενο που λέγεται παγκοσμιοποίηση. Οι μετανάστες λ.χ. σήμερα έχουν τη δύναμη να γράψουν την παγκόσμια ιστορία, είναι φορείς πολιτικών αλλαγών και εκσυγχρονίζουν με τους αγώνες τους νέους χάρτες ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

— Στο τελευταίο βιβλίο σας αναφέρεστε στον ρόλο του εθνικού κράτους και πώς χάνει τον ρόλο που παραδοσιακά είχε από τον 19ο αιώνα.

— Στο τελευταίο βιβλίο μου «Territory, Autority, Rights From Medieval to Global Assemblages» (Princeton University Press, 2006) εξετάζω πώς το ίδιο το κράτος –ειδικά σε προηγμένα κράτη της Δύσης– διδάσκεται αυτήν την περίοδο την διεθνοποίηση. Σε αντίθεση με τις πολυεθνικές εταιρείες που είχαν αυτήν την κουλτούρα, τα εθνικά κράτη πρέπει σήμερα να προσαρμοστούν σε μια σειρά από παγκόσμιες προκλήσεις (κλίμα, ανθρώπινα δικαιώματα, πολεμικές συγκρούσεις) αλλάζοντας την νομοθεσία τους, συνεργαζόμενα μεταξύ τους κ.ά. Δεν συμφωνώ με εκείνους που πιστεύουν ότι η λύση είναι ένα και μοναδικό παγκόσμιο κράτος. Νομίζω ότι είναι συνταγή καταπίεσης.

— Πώς σας φάνηκε η παρέμβαση κρατών για να διασωθούν οι τράπεζες και οι εταιρείες που ήταν σε κίνδυνο λόγω της κρίσης;

— Πολλοί κάνουν μια παρανόηση. Επειδή βλέπουν το κράτος ως ενεργό παράγοντα, νομίζουν ότι ζούμε την αναγέννησή του. Δεν ισχύει απαραίτητα κάτι τέτοιο. Μπορεί κυβερνήσεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ να έδωσαν χρήματα για να βγούμε από την ύφεση, όμως το σχέδιο δράσης τους δεν ήταν σε εθνικό επίπεδο. Δεν προσπάθησαν να σώσουν τον πολίτη που δεν έχει λεφτά να πληρώσει το στεγαστικό του δάνειο αλλά έδωσαν ρευστό στην παγκόσμια οικονομική χοάνη. Δεν ήμουν ποτέ υπέρ της διάσωσης του παρόντος οικονομικού συστήματος. Νομίζω ότι έπρεπε να το αφήσουμε να καταρρεύσει τελείως αντί να κάνουμε τονωτικές ενέσεις. Οπωσδήποτε, το κόστος θα ήταν τεράστιο αλλά θα είχαμε καλύτερο μέλλον. Είναι άλλο να επενδύσεις σε ένα τραπεζικό σύστημα που πράγματι διαχειρίζεται υπάρχον χρήμα και άλλο να προσπαθείς να ξελασπώσεις ένα σύστημα που στηρίζεται σε εικονικές συναλλαγές αλλά πραγματικές απώλειες.

— Ποια είναι η γνώμη σας για το σκάνδαλο των subprimes, τα στεγαστικά δάνεια που δόθηκαν με φτωχά πιστωτικά κριτήρια;

— Ουδέποτε οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ενδιαφέρθηκαν να βοηθήσουν τους οικονομικά ασθενέστερους να αποκτήσουν σπίτι. Αντιθέτως, ήθελαν να βάλουν στο χέρι τις οικονομίες τους, για να τις επενδύσουν. Σήμερα, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ούτε καταθέσεις ούτε σπίτι. Δεν θα πω ότι ήταν οργανωμένο σχέδιο, ήταν όμως αναμενόμενο, αν σκεφτεί κανείς πώς δρα αυτό το οικονομικό σύστημα. Νομίζω ότι φτάσαμε σε αυτό το σημείο έπειτα από μια σειρά μικρότερης κλίμακας προειδοποιήσεις που μαρτυρούσαν όμως την αδηφάγο διάθεση της αγοράς. Πριν έρθει ο κλυδωνισμός, είχαμε ζήσει ένα είδος αποδημοκρατικοποίησης, είχαμε απεμπολήσει ως πολίτες πολλά δικαιώματα.

Πολιτική οικονομία

— Είσαστε απαισιόδοξη για το μέλλον;

— Η κρίση δεν με καταθλίβει, Αν την εστιάσουμε σε προσωπικό επίπεδο, λ.χ. για κάποιον συνταξιούχο που έχει χάσει όλα του τα λεφτά, ναι, είναι ένα δράμα. Ομως, το μάθημα που πήραμε πρέπει να το δούμε σε συλλογικό επίπεδο· τότε μόνο θα κατανοήσουμε τις συστημικές συνθήκες που μας οδήγησαν εκεί και θα μπορέσουμε να τις διορθώσουμε. Πρέπει να επιστρέψουμε στην πολιτική οικονομία, να αποσυνδέσουμε δηλαδή την οικονομία από τις χρηματοοικονομικές τεχνικές. Θα σας δώσω ενα παράδειγμα γιατί είναι λάθος να βάζουμε σε όλες τις χώρες έναν κοινό παρονομαστή ύφεσης. Στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας, οι άνθρωποι δεν χάνουν τα σπίτια τους από την κρίση, διότι δεν εμπιστεύονται τις τράπεζες και τα αγόραζαν με ρευστό. Και στην Αθήνα, ο απόηχος της κρίσης μπορεί να είναι πιο ασθενικός.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_100017_08/02/2009_302253

Παπουτσάκης είπε...

Βιογραφίες κλασικών με σύγχρονη ματιά
Μια νέα σειρά για τη ζωή και το έργο προσωπικοτήτων που διαμόρφωσαν τις εξελίξεις στην ιστορία και τον πολιτισμό

Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου

Το εγχείρημα να φωτιστεί το έργο ενός δημιουργού μέσα από το πρίσμα της βιογραφίας ενέχει κινδύνους και δυσκολίες, που ενδέχεται να επιφέρουν αντίθετα από το προσδοκώμενο αποτελέσματα. Αλλού η ολότητα διασπάται κι αλλού διαθλάται, μύθοι «αποδομούνται» ή κατασκευάζονται εκ νέου, αρχεία παραμένουν κλειστά, νέα στοιχεία έρχονται στο φως. Αρχής γενομένης από το έργο του Πλούταρχου, «Βίοι παράλληλοι», οι βιογραφίες επανασυνδέουν το νήμα ανάμεσα στη ζωή και το έργο σε προσωπικότητες που διαμόρφωσαν τις εξελίξεις στην ιστορία και τον πολιτισμό.

Η σκυτάλη

Μια νέα σειρά βιογραφιών έρχεται να εμπλουτίσει το εκδοτικό τοπίο. Μετά την πρώτη και ιδιαίτερα επιτυχημένη σειρά των εκδόσεων «Πλέθρον» (Πρόσωπα και Ιδέες), η οποία στηρίχτηκε στην αειθαλή σειρά «Μονογραφίες», των εκδόσεων Rowohlt, ορισμένους τίτλους από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» (Φρ. Κάφκα, Χ. Λ. Μπόρχες), καθώς και, σχετικά πρόσφατα, από τις εκδόσεις «Κασταλία», βασισμένη στις εκδόσεις «Γκαλιμάρ» (Τζ. Ντιν, Μ. Μονρόε, Π. Π. Παζολίνι, Ζ. Φρόιντ κ.ά.), η σειρά «Βιογραφίες», των εκδόσεων Αλεξάνδρεια, ξεκίνησαν ήδη με τρία βιβλία (Β. Μπένγιαμιν, Β. Α. Μότσαρτ και Λ. Βίτγκενσταϊν) και θα συνεχιστεί με τα πορτρέτα των Ε. Εσσε, Τ. Μπέρνχαρντ, Χ. Κρ. Αντερσεν και Σ. Μπέκετ.

Το εγχείρημα, όπως και ο συνολικός σχεδιασμός και προγραμματισμός αποτελούν την υλοποίηση μιας συνεργασίας με τις εκδόσεις Suhrkamp, που ξεκίνησαν από το 2008 την έκδοση εργοβιογραφιών (BasisBiographien), με κεντρικούς άξονες τη ζωή, το έργο και την επίδραση που άσκησαν στην παγκόσμια ιστορία πρόσωπα, όπως ο Τσε Γκεβάρα, ο «Μεγάλος Τιμονιέρης» Μάο, ο forever young Μπομπ Ντίλαν, ο πάντα λαβυρινθώδης Βάλτερ Μπένγιαμιν, αλλά και ο Αντι Γούρχολ ή η Ρόμι Σνάιντερ.

Γοητεία και δυσκολίες

Ζητήσαμε τη γνώμη των εκδοτών, Κώστα Λιβιεράτου και Τάκη Φραγκούλη, σχετικά με το νέο αυτό εκδοτικό εγχείρημα. «Η νέα σειρά είναι γοητευτική, επειδή συγκεντρώνει πρόσωπα απ’ όλες τις εποχές και τις περιοχές του κόσμου, από τον Βούδα μέχρι τον Μπομπ Ντίλαν. Πρόκειται συνήθως για μορφές του πνεύματος και της τέχνης, αλλά δεν λείπουν και άνθρωποι της δράσης όπως ο Κολόμβος, ο Τσε ή ο Γκάντι. Ομως το ιδιαίτερο πλεονέκτημα της σειράς βρίσκεται στην οργάνωση και παρουσίαση των υλικών της: κάθε τόμος παρουσιάζει ένα πρόσωπο μέσα από τις ενότητες «ζωή-έργο-επίδραση», όπως στο πρωτότυπο, που αποτελούνται από περιεκτικά κείμενα, διανθισμένα με αποσπάσματα λόγου του ίδιου και των σχολιαστών του, καθώς και με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Αυτή η σύνθεση δίνει ένα αρκετά ολοκληρωμένο πορτρέτο, που μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα και εργαλείο τόσο για τον γενικό αναγνώστη όσο και για τον μελετητή. Δίνει όμως και μια χαρακτηριστική ενότητα και αναγνωρισιμότητα στη σειρά, που αποκτά έτσι συλλεκτικό ενδιαφέρον», μάς είπαν.

Στο δύσβατο εκδοτικό ελληνικό τοπίο, κάθε εγχείρημα υπόκειται σε προϋποθέσεις και δεσμεύσεις, που σχετίζονται άλλοτε με την εγχώρια παράδοση και άλλοτε με τις συμπεριφορές, αλλά και το εν γένει επίπεδο του αναγνωστικού κοινού, καθώς και με τους μηχανισμούς υποδοχής και κριτικής από τα ΜΜΕ. Ο Κώστας Λιβιεράτος παραδέχεται ότι το εγχείρημα από μόνο του, καθώς και η συνεργασία με τον γερμανικό εκδοτικό οίκο, θα κριθούν στη συνέχεια και από άλλους παράγοντες. «Βλέπω μια δυσκολία σ’ αυτό το εγχείρημα, κι εδώ είναι άλλωστε το στοίχημα: αν το αναγνωστικό κοινό θα ξεπεράσει τα στερεότυπα του στυλ «οι μεγάλοι άνδρες όλων των εποχών» και θα δει ότι η ζωή και τα έργα ενός φιλοσόφου, συγγραφέα ή μουσικού μπορεί να είναι εξίσου συναρπαστικά μ’ εκείνα ενός πολιτικού ηγέτη ή κάποιου στρατηλάτη».

Στοίχημα και πρόκληση

Ενώ στην Ευρώπη, οι βιογραφίες είναι μέρος μιας ευρύτερης εκδοτικής και πολιτισμικής παράδοσης, που ενέπνευσε συγγραφείς και στεγάστηκε σε σημαντικούς εκδοτικούς οίκους, στη χώρα μας οι βιογραφίες σημαντικών Ελλήνων, όπως ο Ν. Καζαντζάκης, ο Ν. Πουλαντζάς ή ο Κ. Καστοριάδης, είναι «είδος εν ανυπαρξία».

Ο Κώστας Λιβιεράτος δεν είχε έτοιμες απαντήσεις στο διπλό ερώτημα, αν θα διευρυνθεί η σειρά ενδεχομένως και με ελληνικές προσωπικότητες, ούτε όμως και γιατί σπανίζει το είδος στα καθ’ ημάς.

«Αυτός ο συνδυασμός συστηματικότητας και σεβασμού στην ιδιαιτερότητα (σταθερές προδιαγραφές και ξεχωριστές απαιτήσεις όσον αφορά την παραγγελία και τον σχεδιασμό κάθε τόμου) θα ήταν δύσκολο να εξασφαλιστεί για μια ανάλογη εγχώρια προσπάθεια με ελληνικά πορτρέτα. Εξάλλου, η μετάφραση είναι οπωσδήποτε ευκολότερη από την πρωτογενή παραγωγή. Παρ’ όλα αυτά, έχοντας ένα τέτοιο υπόδειγμα, και με τις σημερινές εκδοτικές δυνατότητες στην Ελλάδα, θα μπορούσε ίσως να το τολμήσει κανείς».

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_08/02/2009_302241

Παπουτσάκης είπε...

Οι νέοι Αφρικανοί μετανάστες στις ΗΠΑ
Το πρώτο μυθιστόρημα του Ντινάου Μενγκέστου

Της Τιτικας Δημητρουλια

Dinaw Mengestu

Ολες οι χάρες του ουρανού

μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου

εκδ. Πόλις

Διαβάζοντας το πρώτο αυτό μυθιστόρημα του τριαντάχρονου Αμερικανού–Αιθίοπα Ντινάου Μενγκέστου, που διαδραματίζεται σε μια πρώην φτωχογειτονιά της Ουάσινγκτον που αναβαθμίζεται, αποκλείεται να μη φέρει κανείς στον νου του κάποιες άλλες, αντίστοιχες αθηναϊκές γειτονιές, σαν το Γκάζι και τον Κεραμεικό, όπου άλλοι Αφρικανοί μαζεύονται σε μαγαζάκια σαν αυτό που διατηρεί ο κεντρικός ήρωας, ο Σέφα, και αναπολούν τον γενέθλιο τόπο τους – χωρίς να ξεχνούν τη θηριωδία που τους έσπρωξε μακριά του. Αυτός ακριβώς ο συνειρμός πιστοποιεί και τη δύναμη της γραφής του Μενγκέστου, που χωρίς μελοδραματισμούς και διεκτραγωδήσεις, με πικρό χιούμορ και αυτοσαρκασμό παρουσιάζει ένα χρονικό των νέων Αφρικανών μεταναστών στην Αμερική, αλλά και μια ιστορία που μπορεί να τοποθετηθεί σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου, σε όλα τα αστικά κέντρα όπου ζητούν καταφύγιο άνθρωποι κυνηγημένοι από την πείνα και τη βία. Για όσο καιρό φυσικά ο πολιτισμένος αυτός κόσμος θα μπορεί να ανοίγεται, έστω και το λίγο που ανοίγεται, στην ξένη πείνα, στον ξένο φόβο, στον ξένο πόνο, καθώς οι κλονισμένες ισορροπίες του εγκυμονούν οικεία δεινά.

Πολυσυζητημένο ως σημαντικό αμερικανικό όσο και αφρικανικό μυθιστόρημα, το βιβλίο φέρνει λοιπόν για άλλη μια φορά στο προσκήνιο το ζήτημα της προσφυγιάς, της νοσταλγίας, της ξενότητας, της ποθητής κι ανέφικτης ένταξης. Στηριζόμενο στην αμερικανική εμπειρία, την οποία αναπαριστά ιδιαιτέρως γλαφυρά, απεικονίζει την καθημερινότητα του ξένου –και μάλιστα όχι στη χειρότερη, εξαθλιωμένη εκδοχή του– όπου γης, το σφήνωμά του ανάμεσα σε δύο κόσμους, την αδυναμία του να ανήκει και στη μία και στην άλλη πλευρά, που αμφότερες αλλάζουν ημέρα με την ημέρα και οι μεταβολές τους γράφονται στο ίδιο το πετσί του.

Εντονα αυτοβιογραφικό, εξιστορεί σε δύο χρόνους τον βίο και την πολιτεία του νεαρού Σέφα Στέφανου, γιου εύπορου δικηγόρου, που πλήρωσε στα δεκάξι του κάμποσες προκηρύξεις ενάντια στο καθεστώς του Μενγκίστου με τη δολοφονία του πατέρα του και τη δική του εξορία. Ο ένας χρόνος είναι η συμπτυγμένη αναφορά στη γενέθλια χώρα, στο παρελθόν, στις ενοχές, την οικογένεια, τον χώρο, σε μια ανθρωπογεωγραφία που θαμπώνει από τη νοσταλγία και συμπληρώνεται από την αναφορά στο αιθιοπικό γκέτο, το οποίο πασχίζει να διατηρήσει την εθνική – φυλετική καθαρότητά του μέσα από την εξιδανίκευση της πατρίδας – και από το οποίο δραπέτευσε, όχι χωρίς ενοχές, ο Σέφα, αναζητώντας μια καταδική του ζωή στη νέα πατρίδα. Ο δεύτερος είναι ο καθ’ ημέραν βίος, στο μικρομάγαζό του σε μια γειτονιά που προετοιμάζει γι’ αυτόν νέες απώλειες, μαζί με τους φίλους του, τον Κενυάτη Κεν και τον Κονγκολέζο Τζο – συντρόφους στα όνειρα και τη διάψευσή τους, στο ποτό και τις αναμνήσεις, «ποτάμι που του έχουν κόψει την έξοδο στη θάλασσα», στην προσπάθεια να βρουν τη θέση τους στον καινούργιο κόσμο, παίζοντας ανατριχιαστικά παιχνίδια με τα ονόματα των απανταχού αιματοβαμμένων δικτατόρων της Αφρικής, επενδύοντας, με τον τρόπο του ο καθένας, στο μέλλον.

Σ’ αυτό το δεύτερο επίπεδο, η ζωή του Σέφα χωρίζεται και πάλι στα δύο, στα χρόνια χωρίς την Τζούντιθ και τη Ναόμι και στον ελάχιστο χρόνο που έζησε μαζί τους. Καθηγήτρια ιστορίας που κουβαλάει στην τσάντα της όλα τα απαραίτητα για μια ενδεχόμενη φυγή, η Τζούντιθ έρχεται στη γειτονιά μαζί με την εντεκάχρονη, μιγάδα κόρη της, τη Ναόμι, ύστερα από ένα επώδυνο διαζύγιο. Η ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Σέφα και τη μικρή Ναόμι, η οποία έχει το συνήθειο να την κοπανάει από το σπίτι της και ξημεροβραδιάζεται στο μίνι μάρκετ διαβάζοντας με τον Σέφα Ντοστογιέφσκι, οδηγεί στην προσέγγιση των δύο μεγάλων – που δεν θα οδηγήσει προφανώς πουθενά. Ο παντοδύναμος και πανταχού παρών ταξικός φραγμός –όπως αποδεικνύει και το παράδειγμα του Κεν– μαζί με τον φυλετικό κλείνουν τον ορίζοντα, χωρίς ωστόσο να απαγορεύουν έναν νέο, πικρό και ρεαλιστικό αυτοπροσδιορισμό.

Οι ήρωες

Ο Μενγκέστου δεν δραματοποιεί όπως και δεν ωραιοποιεί. Οι κάθε λογής ανακατατάξεις, σύμφυτες με παγιωμένα αμερικανικά ιδεολογήματα σαν αυτά που μελετά η Τζούντιθ, συμπαρασύρουν ανθρώπους και ζωές, ασχέτως εθνικότητας: η Τζούντιθ δαιμονοποιείται και εκδιώκεται βιαίως από τη γειτονιά ως εκπρόσωπος των κακών, πλούσιων λευκών. Τις δυσκολίες όμως, το αγιάτρευτο αίσθημα της απώλειας των άλλων, της πατρίδας, της οικειότητας, της αποδοχής, της συντροφικότητας, τα αδιέξοδα των ντόπιων και των ξένων, την ασφυξία, τα ξεσπάσματα οργής, τον πειρασμό της παραβατικότητας ο Μενγκέστου δεν τα αντιμετωπίζει με διδακτισμό. Οι ήρωές του είναι ευάλωτοι, αλλά όχι ανερμάτιστοι, ιδιαίτεροι αλλά όχι ακοινώνητοι, παραδομένοι στις εμμονές τους αλλά ανοιχτοί στις χάρες του ουρανού που ανά πάσα στιγμή δίνονται στους ανθρώπους, με τόσους τρόπους. Κι αυτές οι χάρες δίνουν εν τέλει τον τόνο στο ζεστό αυτό αφήγημα, στο οποίο η υφολογική απλότητα συγκαλύπτει μια σύνθετη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ματιά στην Αμερική ως χώρα υποδοχής αλλά και στην ίδια την ψυχολογία του μετανάστη.


http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_08/02/2009_302239

Παπουτσάκης είπε...

Ο Γκαίτε ζει στα χέρια των πολλών
Ονόματα που σφράγισαν τη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία ανθολογούν τον μεγάλο ποιητή

Της Μαριας Τοπαλη

Goethe

Herrlich wie am ersten Tag

125 Gedichte und ihre Interpretationen

[Γκαίτε, Υπέροχα όπως την πρώτη μέρα, 125 ποιήματα και οι ερμηνείες τους]

επιμ. Μαρσέλ Ράιχ - Ρανίτσκι

εκδ. insel taschenbuch, 2009

Πολλοί από τους ανθολόγους του τόμου έχουν αποχαιρετήσει τα εγκόσμια· άλλοι, μαζί τους ο φοβερός γερμανο-εβραίος κριτικός Ράιχ - Ρανίτσκι (γεν. 1920), βρίσκονται εις τα δυσμάς του βίου τους. Πρόκειται για μιαν «ιστορική» ανθολογία; Είναι το δίχως άλλο αποτύπωση μιας αναγνωστικής εποχής που παρέρχεται, αφού η μέση ηλικία των ανθολόγων είναι προχωρημένη. Σίγουρα δεν καλύπτει παρά ελάχιστα μια φρέσκια πρόσληψη του Γκαίτε από τους εν δράσει νεότερους Γερμανούς συγγραφείς, κριτικούς και γραμματολόγους. Η ιδέα ωστόσο και μόνον προκαλεί δέος, καθώς παρελαύνουν ονόματα που σφράγισαν τη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία: ο εκδότης του suhrkamp Ζίγκφριντ Ούνζελντ, ο συνεκδότης της «Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε» Γιόαχιμ Φεστ, ο Γκόλο Μαν, ο Βάλτερ Γιενς, ο Ρόμπερτ Γκέρνχαρτ, η Ούλα Χάαν, ο Γιόαχιμ Ζαρτόριους κ.ά.

«Ανθολογία της Φρανκφούρτης»

Πέρα από την ιστορική, λογοτεχνική και κριτική αξία της, η έκδοση βαραίνει ως πράξη πολιτικής της ποίησης, ως πράξη πολιτικής πολιτισμού.

Πολιτικής παραγόμενης από ιδιώτες μεν, με ευρύτατη εμβέλεια δε· πρόκειται για ποιήματα που ανθολογήθηκαν και σχολιάστηκαν το πρώτον στην περίφημη «Ανθολογία της Φρανκφούρτης», που από το 1974 φιλοξενείται στη «Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουγκ». Η στήλη, την οποία επιμελείται ο Ράιχ - Ρανίτσκι, δημοσιεύει κάθε Σάββατο ένα ποίημα ανθολογημένο και σχολιασμένο από έναν περισσότερο ή λιγότερο επώνυμο άνθρωπο των Γραμμάτων. Είναι μια στενή οριζόντια λωρίδα, όχι μεγαλύτερη από ένα πέμπτο της σελίδας στην πολυσέλιδη αυτή έκδοση. Ετσι, τα ποιήματα είναι κατ’ ανάγκη σχετικά μικρά και τα σχόλια συνοπτικότατα, αποτελούν όμως διαρκή, δυναμική παρουσία μέσω μιας μεγάλης εφημερίδας. Είναι ποίηση για το μεγάλο κοινό, σε ζωντανό μάλιστα διάλογο με την πραγματικότητα τ ων σχολιαστών της, που καλύπτουν ευρύ ηλικιακό και πνευματικό φάσμα.

Στον υπό συζήτηση τόμο βλέπουμε το μερίδιο που επιφύλαξαν οι ανθολόγοι για το ιερό τέρας των γερμανικών και των ευρωπαϊκών Γραμμάτων. Οσον αφορά τον επιμελητή, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. Με όλες τις επιφυλάξεις που –με αυτήν και με άλλες αφορμές– μπορεί να διατυπώσει κανείς ως προς το ποιητικό κριτήριο του Ράιχ - Ρανίτσκι καθεαυτό, δεν γίνεται να μη θαυμάσει το ταμπεραμέντο, την ανήσυχη διάθεση, το αστείρευτο κέφι, τη σπιρτάδα, κυρίως: την διαρκή ετοιμότητά του να γοητευθεί ή να θυμώσει από την ποίηση, που σε καιρούς ιδιαίτερα δύσκολους επωφελείται από έναν τέτοιας εμβέλειας διαμεσολαβητή.

Η άποψη του Ράιχ - Ρανίτσκι

Συνεπής σε αυτόν τον ρόλο και αντιμέτωπος με τα 125 ποιήματα του Γκαίτε και τις επώνυμες ερμηνείες τους, στην εισαγωγή του τόμου ο Ράιχ - Ρανίτσκι τείνει το χέρι στο ευρύ κοινό, στο κοινό του. Τα εν λόγω ποιήματα, υποστηρίζει, είναι γραμμένα με αφορμή συγκεκριμένες περιστάσεις του βίου (Gelegenheitsgedichte). Ο Γκαίτε, πάντα κατά τον Ράιχ - Ρανίτσκι, δεν υπήρξε κατά κύριο λόγο διανοητής και φιλόσοφος αλλά τραγουδιστής. Δεν υπήρξε στοχαστής αλλά ένας που απολάμβανε την ύπαρξη, ένας ερωτικός, «θαυμάσια αντικρούοντας το κλισέ του ασήκωτα βαθυστόχαστου Γερμανού». Το σχήμα απλοποιείται σχεδόν επικίνδυνα όταν στον μεν Γκαίτε αποδίδεται ο τίτλος του ποιητή της «καθαρής ανθρωπιάς», στα δε ποιήματα ο χαρακτηρισμός «ωραία».

Αλλά ο απόλυτος εικονοκλάστης Ρανίτσκι δεν διστάζει να αντιφάσκει ως προς τα λεγόμενά του μέσα στον τόμο, όπου κι ο ίδιος ανθολογεί και σχολιάζει τέσσερα ποιήματα. Στη μια περίπτωση ο Γκαίτε εμφανίζεται εγωκεντρικός και αυτάρεσκος, ικανός για μονόλογο μονάχα, στυγνός εκμεταλλευτής των γυναικών που τις χρησιμοποιεί χωρίς πραγματικά να τις βλέπει. Στην άλλη περίπτωση ο Γκαίτε δεν μιλάει ποτέ πραγματικά για τον εαυτό του αλλά, με αφορμή τον εαυτό του, για τους άλλους. Τέλος, στο ποίημα «Ο Κριτικός» ο Ράιχ - Ρανίτσκι δεν διστάζει να κάνει λόγο για «το πιο ηλίθιο ποίημα που κατέβασε ποτέ η πένα του Γκαίτε»!

Πυκνότατα σχόλια

Ισως θα έπρεπε να αρκεστεί ο Ράιχ - Ρανίτσκι στις πολιτικές της ποίησης δάφνες του και να δρέψουν άλλοι τις αμιγώς κριτικές. Γιατί στον αναγνώστη επιφυλάσσουν βαθιές και ποικίλες συγκινήσεις οι στίχοι και τα πυκνότατα σχόλια που τους συνοδεύουν (δεν ξεπερνούν τις 2 - 3 σελίδες μεγέθους βιβλίου τσέπης...). Θα ξεχωρίσουμε την οξυδέρκεια με την οποία ο Ούνσελντ διαφοροποιεί την ιστορική από την ιδιωτική επικαιρότητα· τον σκεπτικισμό του Χανς Ρόμπερτ Γιάους που διακρίνει «έναν άνθρωπο μέσα στις αντιφάσεις του, καθώς αμύνεται απέναντι στην κατάπτωση του γήρατος». Θα απολαύσουμε έναν από τους καλύτερους σύγχρονους Γερμανούς ποιητές, τον Γιόαχιμ Ζαρτόριους, γνωστό και στην Ελλάδα χάρη στα καβαφικά του ποιήματα, να χρησιμοποιεί τον Γκαίτε ως κάτοπτρο του δικού του ποιητικού προγράμματος, που περιλαμβάνει πρωτίστως τη συνομιλία με «εντελώς διαφορετικό πολιτισμικό κύκλο» και μια ποίηση «ποιητικής αυτοσυνείδησης». Θα ριγήσουμε με τους παραλληλισμούς του Γκόλο Μαν ανάμεσα στη σκοτεινή έλξη του υγρού θηλυκού και στο Τρίτο Ράιχ ή στην εκ μέρους του υποβολή του ερωτικού τριγώνου πατέρα - γιου - θανάτου στην γνωστή και από τη μελοποίηση του Σούμπερτ «αρχετυπική μπαλάντα» Erlk�nig.

Αν, πάντως, κάτι προκύπτει αβίαστα, είναι ο ίδιος ο Γκαίτε, η ίδια η ποίηση, ως ζωντανό, παλλόμενο σώμα, που αγαπιέται, μισείται, χαρίζει ηδονές και διχάζει.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_08/02/2009_302236

Παπουτσάκης είπε...

Ο Χάιντεγκερ και ο χρόνος
Μια ανάλυση του κύριου ερωτήματος που απασχόλησε τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο

Της Μαγδαληνης Τσεβρενη

Francoise Dastur

Ο Χάιντεγκερ και το ερώτημα του χρόνου

μτφρ.: Μιχάλης Πάγκαλος

εισαγωγή - επιμέλεια: Γκόλφω Μαγγίνη

εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2008

«η πίστη ορίζει έναν τρόπο ύπαρξης που δεν είναι
απόρροια μιας ελεύθερης προσχώρησης, αλλά προϊόν
μιας αποκάλυψης, ενώ η στάση που γεννά τη φιλοσοφία
σημαίνει την ολοκληρωτική ανάληψη της ευθύνης για τον εαυτό»

Κ άποια φιλοσοφικά κείμενα φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, σκοτεινά, περίπλοκα ή δυσνόητα κι έτσι, συχνά μας αποτρέπουν από το να τα γνωρίσουμε. Αυτό βέβαια δεν μειώνει τη σημασία τους ή την επιρροή που ασκούν στην πορεία και την εξέλιξη της σκέψης. Το μόνο που απαιτείται από τον αναγνώστη που θέλει να κατακτήσει δύσκολα φιλοσοφικά κείμενα είναι υπομονή, προσοχή και συγκέντρωση για την κατανόηση των επιχειρημάτων. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα σωστά εισαγωγικά, επεξηγηματικά ή ερμηνευτικά κείμενα μπορεί να αποδειχθούν ωφέλιμα.

Ενα τέτοιο βιβλίο είναι κι αυτό, «Ο Χάιντεγκερ και το ερώτημα του χρόνου» της Fran�oise Dastur, που θέτει στο κέντρο της ανάλυσης το κύριο ερώτημα που απασχόλησε τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ (1889 - 1976) και που διατρέχει το σύνολο του έργου του: ποια είναι η σχέση Είναι και χρόνου;

«Ποιος είναι ο χρόνος;»

Η Fran�oise Dastur ξεκινά με την αποσαφήνιση του κεντρικού αυτού ζητήματος. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μιλήσουμε για το χρόνο: μπορεί να είναι αιωνιότητα, στιγμή ή διάρκεια, παρελθόν, παρόν και μέλλον, μπορεί να είναι το γίγνεσθαι, η γέννηση ή ο θάνατος, μπορεί να είναι μέτρο της κίνησης, μεταβολή ή και Ιστορία. Η παραδοσιακή σκέψη καλύπτει όλα αυτά και πολλά ακόμα ενδεχόμενα. Ολα όμως τα παραπάνω παρουσιάζουν τον άνθρωπο σαν αυτός να ζει μέσα στο χρόνο και παρουσιάζουν το χρόνο σα να είναι κάτι που προϋπάρχει της ύπαρξης. Εδώ έγκειται μία από τις πιο ανατρεπτικές ιδέες του Χάιντεγκερ ο οποίος «υπογραμμίζει (...) ότι δεν προτίθεται να ορίσει το χρόνο ως ετούτο ή εκείνο το ον, αλλά ότι θα ήθελε μάλλον να μετασχηματίσει το ερώτημα “Τι είναι ο χρόνος;” στο ερώτημα “Ποιος είναι ο χρόνος;”, δηλαδή, στο να αναρωτηθούμε μήπως τελικά ο χρόνος είμαστε εμείς οι ίδιοι».

Ετσι, το dasein είναι χρόνος. Η θεμελίωση αυτής της ιδέας δίνει το έναυσμα για την ανάπτυξη της υπαρκτικής αναλυτικής, είναι το εναρκτήριο σημείο για τη διευκρίνιση των δύο πολυσήμαντων και πολυδιάστατων εννοιών, αποτελεί, όπως υποστηρίζει η Dastur, το κέντρο της χαϊντεγκεριανής σκέψης. Για την ισχύ αυτής της πρότασης, η διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει ο Χάιντεγκερ είναι διπλή. Πρώτα πρέπει να δείξει πώς από το Είναι περνάμε στο χρόνο και ύστερα πώς από το χρόνο περνάμε στο Είναι. Οσον αφορά στην πρώτη κίνηση, η συγγραφέας μάς ξεναγεί στα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο «Είναι και χρόνος», ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά κείμενα του 20ού αιώνα, χρησιμοποιώντας τη βοήθεια προγενέστερων ή μεταγενέστερων κειμένων όπου κρίνει ότι είναι απαραίτητο για τη διευκρίνιση των συλλογισμών.

Αδιαίρετο είναι

Μέσα από την αποσαφήνιση ορισμένων όρων (όπως για παράδειγμα, η διαφορά μεταξύ υπαρξιακού και υπαρκτικού, dasein και Dasein, οντολογικού και οντικού, αυθεντικού και αναυθεντικού κ.ά.) και την παρουσίαση διάφορων εννοιών (π.χ. μέριμνα, υπαρκτικότητα, γεγονικότητα, καταπεπτωκότητα, έκσταση κ.ά.), η συγγραφέας ακολουθώντας τα βήματα του φιλοσόφου, μας εξηγεί πώς το εδωνά-είναι καταλαβαίνει τον εαυτό του μέσα από την αγωνία του θανάτου, πώς μέσω της μέριμνας επιτυγχάνεται η δομική ενότητα του εδωνά-είναι, πώς το Είναι αποτελεί μιαν αδιάσπαστη ολότητα, ποιος είναι ο ρόλος της καθημερινότητας, της ιστορίας, της ενδοχρονικότητας. Για τον Χάιντεγκερ, ο άνθρωπος δεν χωρίζεται σε ύλη και πνεύμα, δεν αποτελείται από τα διακριτά μέρη της ψυχής και του σώματος, αντίθετα, «το θέμα είναι να παραγάγουμε μια πρωταρχικότερη ερμηνεία του είναι του ανθρώπου, που τον νοεί ως αδιαίρετο είναι και όχι ως συντιθέμενο από σωματική ύλη και πνευματική μορφή».

Η δεύτερη κίνηση, το πέρασμα από το χρόνο στο Είναι, είναι κάτι που ο Χάιντεγκερ δεν ολοκλήρωσε ποτέ, όμως, η πρωτοποριακή ματιά του φιλοσόφου πάνω στη χρονικότητα του εδωνά-είναι, η σύνδεση που έπλασε μεταξύ Είναι και χρόνου, η ιδέα που είχε για την έννοια του χρόνου, όλα αυτά παραμένουν μέρος της πολύτιμης προσφοράς του στην πορεία της ανθρώπινης σκέψης. Σ’ αυτό το σημείο, η συγγραφέας παρουσιάζει το θεωρητικό έργο του Χάιντεγκερ μετά το «Είναι και χρόνος», με οδηγητικό νήμα, αυτή τη φορά, την έννοια του Είναι. Στο σημείο αυτό διευκρινίζονται μερικοί όροι που χρησιμοποιήθηκαν μέσα στο κείμενο, εξετάζεται το γενικότερο πλαίσιο της σκέψης του φιλοσόφου, η χρονική οντολογία και πώς γίνεται να ιδωθεί ως επιστήμη, η οντολογική διαφορά και η διάκριση μεταξύ είναι και όντος. Με δυο λόγια η συγγραφέας μάς παρουσιάζει την ερμηνευτική φαινομενολογία και, μέσω της πεπερασμένης έννοιας της αλήθειας, την κοσμοθεωρία του Χάιντεγκερ. Αλλωστε, «δεν υπάρχει φιλοσοφία που να είναι απαλλαγμένη από οποιαδήποτε σκοπιά, διότι, αν και η φιλοσοφία δεν έχει ως καθήκον να μας προσπορίσει μια κοσμοθεωρία, είναι εντούτοις μια κοσμοθεωρία που τίθεται ως προϋπόθεση του ίδιου του ενεργήματος του φιλοσοφείν».

Μια καινούργια γλώσσα

Η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Χάιντεγκερ με όλες τις ιδιοτροπίες της είναι μέρος της κοσμοθεωρίας του και όποιος εξοικειώνεται με τη σκέψη αυτού του μεγάλου στοχαστή είναι σα να μαθαίνει και μια καινούρια γλώσσα, στην οποία μπορεί να εκφράσει πολλές φιλοσοφικές έννοιες, να διατυπώσει διάφορες αλήθειες με ένα νέο τρόπο. Αλλωστε, όπως πίστευε κι ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, η πρωτοτυπία του στοχασμού του δεν βρίσκεται στην ανακάλυψη νέων ιδεών αλλά στην επανατοποθέτηση και την ανάλυση με μεγαλύτερη ακρίβεια των προβλημάτων που απασχολούν εδώ και αιώνες τη φιλοσοφία: «Αυτό που αναδεικνύεται, έτσι, είναι το νόημα μιας “επανάληψης του ερωτήματος για το Είναι”: επαναθέτω το ερώτημα σημαίνει, πράγματι, “θέτω εκ νέου”, με ριζικότερο τρόπο, το ίδιο ερώτημα». Η Fran�oise Dastur δεν απλοποιεί τη σκέψη του συγγραφέα, κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος, αλλά μέσα από την ανάλυσή της επιτρέπει στους αναγνώστες να συνηθίσουν τη δύσκολη ορολογία που χρησιμοποιεί ο Χάιντεγκερ και να γνωρίσουν το γενικό πλαίσιο της σκέψης του.

[Σ.Σ.: Σ’ αυτό το κείμενο το dasein μεταφράζεται ως εδωνά-είναι· ο όρος αναφέρεται στον άνθρωπο, το μοναδικό ον για το οποίο υπάρχει το Είναι αφού μόνο αυτό μπορεί να κατανοεί το Είναι. Ο όρος αυτός μένει συχνά αμετάφραστος.]

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_08/02/2009_302233