Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

2 επιστολές-ντοκουμέντα σχετικές με τη δράση Σαμαρά στο θέμα των Σκοπίων.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΑΜΑΡΑ ΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ
«Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,
Μετά τη χθεσινή προφορική ενημέρωση, που έκανα στον πρέσβυ κ. Μολυβιάτη σχετικά με τη συνάντηση που είχα με τον κ. Πινέιρο, σας στέλνω τα πρακτικά της συνομιλίας μας στις Βρυξέλλες, αλλά και τις δικές μου σκέψεις για το μεγάλο εθνικό θέμα που μας απασχολεί.
Με τιμή, Αντώνης Κ. Σαμαράς».
Μετά το παραπάνω διαβιβαστικό κείμενο η δεύτερη επιστολή Σαμαρά προς Καραμανλή ανέφερε τα ακόλουθα:
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
Αθήνα, 3/4/1992
«Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,
Το αποτέλεσμα της προχθεσινής συνάντησης μου με τον Πορτογάλο Υπουργό των Εξωτερικών καθιστά πλέον επιτακτικά αναγκαία την άμεση σύγκληση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών, την οποία σας είχα ήδη και επισήμως ζητήσει με την από 13/3/92 επιστολή μου. Και όπως γνωρίζετε, στην αναγκαιότητα
αυτή είχα αναφερθεί σε επανειλημμένες τηλεφωνικές μου επικοινωνίες με τον Πρέσβυ κ. Μολυβιάτη.
Δεν θα σας μιλήσω για τον πολύτιμο χρόνο που χάθηκε, ώστε να εξασφαλισθεί το ετοιμοπόλεμο της ελληνικής διπλωματίας μπροστά στο μείζον εθνικό θέμα της ονομασίας της Δημοκρατίας των Σκοπίων. Είμαι όμως υποχρεωμένος να επισημάνω την αδυναμία αποφασιστικής δράσης του Υπουργού των Εξωτερικών επί πολλές μέρες, λόγω της μη ύπαρξης εθνικής θέσης, που βεβαίως θα εξασφάλιζε μια δική σας πρωτοβουλία σύγκλησης του Συμβουλίου Αρχηγών.
Με άλλα λόγια, κύριε Πρόεδρε, σας ζητώ με την παρέμβασή σας να διασφαλίσετε τη διαδικασία, ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει επιτέλους θέση.
Ήδη, σε σημερινή επιστολή μου προς τον κ. Πρωθυπουργό, του υπενθυμίζω εκείνο που του είχα αναφέρει σε πρωθύστερη επιστολή μου από 17/3/92, ότι σε καμμία δηλαδή περίπτωση δεν θα μετέβαινα στο Λουξεμβούργο στις 6/4/92, χωρίς να έχω στο χαρτοφύλακα μου αποτυπωμένη τη σύμφωνη γνώμη των πολιτικών παραγόντων της χώρας. Η συνάντηση μου όμως με τον κ. Πινέιρο αλλάζει τα δεδομένα και δικαιολογεί την παρέκκλιση από την αρχική μου θέση μια που επιτρέπει να δω τη συνάντηση της Δευτέρας υπό διαφορετικό πρίσμα. Συγκεκριμένα, ο κ. Πινέιρο συμφώνησε με την άποψή μου ότι δεν μπορεί μέχρι τη Δευτέρα να υπάρξει συνολική τοποθέτηση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας πάνω στα όσα η Πορτογαλική Προεδρία επρότεινε. Ως εκ τούτου, δεν προδιαγράφεται η πιθανότητα να ληφθεί στις 6/4 καμμία τελική απόφαση που θα με υποχρέωνε να βρεθώ στο Λουξεμβούργο μετέωρος με την προσωπική μου μόνο θέση την ώρα της κρίσιμης απόφασης. Επομένως, κύριε Πρόεδρε, θα μεταβώ στις 6/4/92 στο Λουξεμβούργο. Εκεί, θα προωθήσω με τον ίδιο τρόπο τις ίδιες θέσεις που υπεστήριξα μέχρι σήμερα. Όμως, απέναντι μου θα έχω συνομιλητές, που παρά την πιθανή συμπάθεια τους στην πατρίδα μας ή ακόμα και στο πρόσωπό μου, θα γνωρίζουν ότι εκφράζω μόνον ένα –ίσως μάλιστα και το μικρότερο– κομμάτι των θέσεων της πολιτικής ηγεσίας.
Κύριε Πρόεδρε,
Με τη νέα επιστολή μου στον Πρωθυπουργό προτείνω η σύγκληση του Συμβουλίου των Αρχηγών σε καμμία περίπτωση να μην καθυστερήσει πέραν της 11ης Απριλίου. Διότι, μέχρι την επόμενη κοινοτική συνάντηση, που πιθανώς να είναι η 1η Μαΐου, υπάρχει η χρονική ευχέρεια των 20 ημερών, ώστε ενωμένοι και με κοινή εθνική θέση, Πρόεδρος Δημοκρατίας, Πρωθυπουργός, Αρχηγοί Κομμάτων και Υπουργός των Εξωτερικών να κινητοποιηθούμε με έκτακτο ειδικό πρόγραμμα για την αποτροπή δυσάρεστων εξελίξεων στο εθνικό μας θέμα.
Με τιμή,
Αντώνης Κ. Σαμαράς»
«Ενώ οι Καραμανλής και Μολυβιάτης διάβαζαν την επιστολή του Σαμαρά, σχεδόν ταυτόχρονα, ένας διπλωμάτης-αγγελιαφόρος του υπουργού Εξωτερικών έφθανε στη Βουδαπέστη, όπου βρισκόταν από την προηγουμένη ο Πρωθυπουργός». (Τάρκας, σ. 242). «Αυτές οι δεύτερες επιστολές Σαμαρά δεν αρκούνται μόνο σε μια τοποθέτηση του πιεστικού προβλήματος, αλλά αναφέρονται για πρώτη φορά και στην αναγκαιότητα διπλωματικής αντεπίθεσης στο επόμενο 20ήμερο, ώστε να δοθεί η εθνική μάχη. Τίθεται μάλιστα, ουσιαστικά, ένα τελεσίγραφο προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρωθυπουργό, αφού μια παραίτηση Σαμαρά στις 11 Απριλίου θα μετέβαλε τα πολιτικά δεδομένα σε εκρηκτικό βαθμό». (Τάρκας, σ. 247).
ΑΥΣΤΗΡΟΤΑΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΣΑΜΑΡΑ:
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αρνείται φυσικά να αλληλογραφήσει προσωπικά με τον Α. Σαμαρά και εξουσιοδοτεί τον Πέτρο Μολυβιάτη να μεταφέρει πιστά τις θέσεις του για την κατάσταση. Ο γενικός γραμματέας της Προεδρίας αποστέλλει στον υπουργό Εξωτερικών την ακόλουθη επιστολή:
ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
7 Απριλίου 1992
«Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μου ανέθεσε να σας διαβιβάσω την εξής απάντηση του στις επιστολές που του απευθύνατε, στις 13.3.92 και 3.4.92:
Απαντώντας στις δύο επιστολές που μου αποστείλατε, υπενθυμίζω ότι από την πρώτη στιγμή υπεστήριξα, με τους τρόπους που έκρινα πρόσφορους, την εθνική πολιτική της χώρας στο θέμα των Σκοπίων. Μεταξύ των άλλων, απηύθυνα προσωπικές επιστολές –ο περιεχόμενο των οποίων γνωρίζετε– σε ηγέτες ορισμένων χωρών, τους οποίους έκρινα αναγκαίο να ενημερώσω για την ουσία του προβλήματος, αλλά και διότι η ασάφεια του τρίτου όρου που εθέσατε στην Κοινότητα, στις 16 Δεκεμβρίου 1991, επέτρεπε διάφορες ερμηνείες. Πέραν αυτών και σ’ εσάς τον ίδιο παρέδωσα, την 26 Φεβρουαρίου 1992, Υπόμνημα με επιχειρήματα και στοιχεία για την αποτελεσματικότερη υποστήριξη των εθνικών μας θέσεων στο θέμα αυτό. Τέλος όταν, κατά την τελευταία μας συνάντηση, στις 13 Μαρτίου 1992, αναφερθήκατε στην έλλειψη κοινής γραμμής στην Κυβέρνηση, σας συνεβούλευσα να επιδιώξετε την χάραξη κοινής γραμμής, την οποία και να ακολουθήσετε.
Εάν, συνεπώς, χάθηκε πολύτιμος χρόνος –όπως γράφετε στην τελευταία επιστολή σας– δεν μπορεί να θεωρηθεί άμοιρος ευθυνών ο Υπουργός Εξωτερικών. Διότι, όταν ένας Υπουργός πιστεύει ότι δεν υπάρχει κοινή κυβερνητική γραμμή, ή διαφωνεί με την υπάρχουσα, το πρώτο πράγμα που οφείλει να σταθμίσει είναι εάν εξακολουθεί να είναι χρήσιμη η παραμονή του στην Κυβέρνηση.
Ως προς την τυπική πλευρά της δεύτερης επιστολής σας, αποφεύγω να σχολιάσω το ύφος της. Επισημαίνω όμως ότι, όταν η Κυβέρνηση έχει να υποβάλει ένα αίτημα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και δη επί σοβαρού εθνικού θέματος, το πράττει δια του Πρωθυπουργού και όχι μέσω ενός Υπουργού. Και τούτο διότι, πέραν της συνταγματικής τάξεως, μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι το αίτημα αυτό είναι προϊόν της συλλογικής βουλήσεως και όχι έκφραση προσωπικών απόψεων ή υπολογισμών. Πέραν αυτών, θα έπρεπε να γνωρίζετε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να συγκαλέσει τη σύσκεψη των Αρχηγών Κομμάτων όταν έχει τη σύμφωνη γνώμη τους.
Με εκτίμηση
Πέτρος Γ. Μολυβιάτης».

Δεν υπάρχουν σχόλια: