Πέμπτη 12 Απριλίου 2007

Η αυτοκαταστροφική ορμή της Επιχειρηματικής Κοινότητας : του Milton Friedman

Υπάρχει μία συχνή παρανόηση ότι οι άνθρωποι που είναι υπέρ μίας ελεύθερης αγοράς είναι επίσης υπέρ και οποιουδήποτε πράγματος κάνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι λιγότερο αληθές.

Επειδή πιστεύω στην επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος στα πλαίσια ενός ανταγωνιστικού καπιταλιστικού συστήματος, δεν μπορώ να κατηγορήσω έναν επιχειρηματία που πάει στην Washington και προσπαθεί να αποκτήσει ειδικά προνόμια για την εταιρία του. Οι μέτοχοι της εταιρίας του τον προσέλαβαν να αποκομίσει για αυτούς όσα περισσότερα λεφτά μπορεί, σύμφωνα πάντα με τους κανόνες του παιχνιδιού. Και εάν οι κανόνες του παιχνιδιού λένε ότι κανείς πηγαίνει στην Washington για να αποκομίσει ειδικά προνόμια, δεν τον κατηγορώ που το κάνει. Κατηγορώ εμάς τους υπολοίπους που είμαστε τόσο ανόητοι ώστε να επιτρέπουμε να συμβαίνει αυτό.

Κατηγορώ όμως τους επιχειρηματίες όταν, στα πλαίσια των πολιτικών τους δραστηριοτήτων, μεμονωμένοι επιχειρηματίες ή οι οργανισμοί στους οποίους ανήκουν παίρνουν θέσεις που δεν συνάδουν με το προσωπικό συμφέρον τους και έχουν ως αποτέλεσμα την υπονόμευση της υποστήριξης για την ιδιωτική πρωτοβουλία. Υπό αυτή την άποψη, οι επιχειρηματίες τείνουν να γίνονται σχιζοφρενικοί. Όταν αφορά τις ίδιες τις επιχειρήσεις τους, βλέπουν πολύ μακριά, σκεφτόμενοι πως θα μοιάζει η επιχείρηση τους σε 5 ή 10 χρόνια από τώρα. Αλλά όταν μπαίνουν στην δημόσια σφαίρα και ξεκινούν να ασχολούνται με τα προβλήματα πολιτικής, τείνουν να είναι αρκετά κοντόφθαλμοι.

Το πιο προφανές παράδειγμα είναι ο προστατευτισμός. Μπορείτε να ονομάσετε κάποια Αμερικανική βιομηχανία που έχει πραγματικά ωφεληθεί από τους δασμούς και την προστασία; Ο Alexander Hamilton, στην διάσημη έκθεση του για την βιομηχανία, επαινούσε τον Άνταμ Σμίθ μέχρι τους ουρανούς ενώ την ίδια στιγμή επιχειρηματολογούσε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μια ειδική περίπτωση διότι είχε νεογέννητες βιομηχανίες που χρειάζονταν προστασία, συμπεριλαμβανομένου και του ατσαλιού. Το ατσάλι προστατεύεται ακόμα, 200 χρόνια μετά.

Άλλο παράδειγμα είναι οι εμπορικές τράπεζες. Στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι εμπορικές τράπεζες αναλογούσαν περίπου στο μισό της αγοράς κεφαλαίου. Σήμερα αναλογούν περίπου στο ένα πέμπτο. Γιατί παρήκμασαν; Γιατί βρίσκεται η διεθνής οικονομική αγορά στο Λονδίνο, και όχι στην Νέα Υόρκη;

Η απάντηση είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της επίμονης αποζήτησης, από την μεριά της τραπεζικής βιομηχανίας, ειδικών κυβερνητικών προνομίων. Τον πρώτο καιρό, βάση του επονομαζόμενου Κανονισμού Q, η κυβέρνηση έθεσε ένα όριο στα επιτόκια που μπορούσαν να πληρώνουν οι τράπεζες, συμπεριλαμβανομένου και ενός μηδενικού επιτόκιου για τις καταθέσεις όψεως. Το μηδενικό επιτόκιο στις καταθέσεις όψεως, που επέβαλε η κυβέρνηση, ενθάρρυνε την εμφάνιση κεφαλαίων χρηματαγοράς και την ανάπτυξη υποκατάστατων και εναλλακτικών των τραπεζών. Η τραπεζική βιομηχανία συνεπώς υποστήριζε τα σταθερά επιτόκια. Όταν το δολλάριο συνάντησε δυσκολίες, ο Πρόεδρος Τζόνσον εισήγαγε περιορισμούς στην δανειοδότηση εξωτερικού αλλά και έναν φόρο εξισσορόπησης των επιτοκίων. Το αποτέλεσμα ήταν να ωθήσει την εμπορική τραπεζική βιομηχανία στο Λονδίνο. Και τα δύο αυτά τα μέτρα σμικρύναν την εμπορική τραπεζική βιομηχανία από τον κυρίαρχο προμηθευτή πιστώσεων σε έναν ελλάσωνα παίκτη. Ξανά, ήταν μία πολιτική εξαιρετικά κοντόφθαλμη.

Το προφανέστερο παράδειγμα όλων είναι ο τρόπος με τον οποίο οι μεγάλες επιχειρήσεις κάνουν συνεισφορές. Η πετρελαιαϊκή βιομηχανία συνεισφέρει σε οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος που προσπαθούν να ελλατώσουν δραματικά την χρήση πετρελαίου. Η πυρηνική βιομηχανία συνεισφέρει σε οργανώσεις που υποστηρίζουν την μη-πυρηνική ενέργεια. Πρόσφατα, το Capital Research Center ανέλυσε τις δωρεές μείζονων επιχειρήσεων σε οργανώσεις δημόσιας πολιτικής και βρήκε ότι, για κάθε δολλάριο που δωρήσαν στην μη-κερδοσκοπική δεξιά, αυτές οι επιχειρήσεις έκαναν δωρεά τριών δολλαρίων στην μη-κερδοσκοπική αριστερά.

Γιατί δεν έχει ακολουθήσει ο επιχειρηματικός κόσμος το εξαίρετικό παράδειγμα που έδωσε ο Warren Buffet; Από τον πρώτο καιρό, όταν έστελνε μια επιταγή μερίσματος στους μέτοχους του, έλεγε, «είμαστε διαθετιμένοι να διανήμουμε εκ μέρους σας Χ δολλάρια για κάθε μερίδιο μετοχών σε φιλανθρωπία, σε κάποιον οργανισμό. Ενημερώστε μας σε ποιόν θέλετε να σταλούν και θα τα στείλουμε εκ μέρους σας.»

Γιατί θα πρέπει οι επιχειρήσεις να αποφασίζουν τους φιλανθρωπικούς σκοπούς που θα πρέπει να υποστηρίζονται από το εισόδημα των μετόχων τους; Γιατί δεν θα πρέπει να το αποφασίζει αυτό ο κάθε μέτοχος; Και γιατί γενικά η επιχειρηματική κοινότητα επιμένει τόσο να υποστηρίζει τους ίδιους τους εχθρούς της;

Τώρα ας θεωρήσουμε την εκπαίδευση. Όπως γνωρίζετε, εδώ και καιρό υποστηρίζω την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης μέσω ενός συστήματος κουπονιών. Ένα δυνατό επιχείρημα υπέρ της ιδιωτικοποίησης έχει να κάνει με τις αξίες που ενσταλάζονται από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.

Κάθε θεσμός θα τείνει να εκφράζει τις δικές του αξίες και τις δικές του ιδέες. Το δημόσιο εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι ένας σοσιαλιστικός θεσμός. Ένας σοσιαλιστικός θεσμός θα διδάσκει σοσιαλιστικές αξίες, όχι τις αξίες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Τούτο δεν ήταν τόσο κακό όταν η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήταν πιο κατανεμημένη, ώστε ήταν δυνατός περισσότερος τοπικός έλεγχος. Όταν αποφοίτησα από το λύκειο υπήρχαν 150.000 σχολικές περιφέρειες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα υπάρχουν λιγότερες από 15.000 και ο πληθυσμός έχει διπλασιαστεί.

Ποιά είναι η στάση της επιχειρηματικής κοινότητας προς την εκπαίδευση; Μέλη της επιχειρηματικής κοινότητας έχουν καλά συνειδητοποιήσει ότι τα σχολία ενσταλάζουν αξίες όχι πολύ φιλικές σε ένα σύστημα ελεύθερης ιδιωτικής επιχειρηματικότητας. Συνειδητοποιούν επίσης ότι είναι δύσκολο να βρουν υπαλλήλους κατάλληλων προσόντων. Μήπως όμως προσπαθούν να προωθήσουν μία εκπαιδευτική βιομηχανία βασισμένη στην ιδιωτική πρωτοβουλία; Καθόλου. Η κύρια δραστηριότητα τους είναι να αναθέτουν σε κάποιους υπαλλήλους τους να διδάξουν σε δημόσια σχολεία και να δωρίζουν υπολογιστές και άλλα αντικείμενα στα δημόσια σχολεία. Δεν μπορώ να κατηγορήσω κάποιο άτομο για αυτό που κάνει, αλλά νομίζω ότι είναι τραγικό που ο Walter Annenberg συνείσφερε εκατοντάδες εκατομμύρια δολλάρια για τα κυβερνητικά σχολεία, για δημόσια σχολεία, και όχι για τα ιδιωτικά σχολεία. Δεν έχω δει καθόλου κινήσεις γενικά από την επιχειρηματική κοινότητα, μέχρι πολύ πρόσφατα, που να αποσκοπούν στην προώθηση ενός εκπαιδευτικού συστήματος στο οποίο ο πελάτης, δηλαδή ο γονιός και το παιδί, πραγματικά να έχει επιλογή για την εκπαίδευση που θα λάβει το παιδί.

[έχω σταδιακά φτάσει στο συμπέρασμα ότι οι νόμοι περί αθέμιτου ανταγωνισμού κάνουν πολύ περισσότερο κακό απ’ότι καλό]

Τώρα ερχόμαστε στην Silicon Valley και την Microsoft. Δεν θα επιχειρηματολογήσω από την τεχνική άποψη του εάν η Microsoft είναι ή όχι ένοχη βάση των νόμων κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού. Οι προσωπικές μου απόψεις για αυτούς τους νόμους έχει αλλάξει σημαντικά με τον χρόνο. Όταν ξεκίνησα σε αυτό το επάγγελμα, πιστεύοντας στον ανταγωνισμό, ήμουν μεγάλος υποστηρικτής των νόμων κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού· πίστευα ότι το να εφαρμόζει το κράτος αυτούς τους νόμους ήταν ένα από τα λίγα επιθυμητά πράγματα που μπορούσε να κάνει για την ενίσχυση του ανταγωνισμού. Όμως όπως κοίταζα τι πραγματικά συνέβαινε, είδα ότι αντί να ενισχύεται ο ανταγωνισμός, οι νόμοι περί αθέμιτου ανταγωνισμού έτειναν να κάνουν ακριβώς το αντίθετο, επειδή, όπως τόσες πολλές κυβερνητικές δραστηριότητες, τείνουν να κυριεύονται από τους ίδιους ανθρώπους που υποτίθεται ότι ρυθμίζουν και ελέγχουν. Και έτσι με τον καιρό έχω σταδιακά φτάσει στο συμπέρασμα ότι οι νόμοι περί αθέμιτου ανταγωνισμού κάνουν πολύ περισσότερο κακό απ’ότι καλό και ότι θα είμασταν καλύτερα εάν δεν τους είχαμε καθόλου, εάν μπορούσαμε να τους ξεφωρτωθούμε. Όμως τους έχουμε.

Υπό τις παρούσες συνθήκες, δωθέντος ότι έχουμε νόμους κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, είναι στο συμφέρον της Silicon Valley να αμολήσει το κράτος πάνω στην Microsoft; Η βιομηχανία σας, η βιομηχανία υπολογιστών, κινείται τόσο πιο πολύ γρήγορα από τις νομικές διαδικασίες, που, μέχρι την στιγμή που αυτή η μήνυση τελειώσει, ποιός ξέρει σε τι κατάσταση θα είναι η βιομηχανία. Αφήστε το γεγονός ότι η ανθρώπινη ενέργεια και τα χρήματα που θα ξοδευτούν για να προσληφθούν οι συνάδελφοι μου οικονομολόγοι, αλλά και για άλλους λόγους, θα ξοδεύονταν πολύ πιο παραγωγικά στο να βελτιώσουν τα προϊόντα σας. Είναι σπατάλη! Αλλά πέρα από αυτό, θα καταριέστε την ημέρα που καλέσατε την κυβέρνηση. Από εδώ και στο εξής η βιομηχανία υπολογιστών, που ευτύχησε να είναι σχετικώς ελεύθερη από κυβερνητικές παρεμβάσεις, θα ζήσει μια συνεχή αύξηση κυβερνητικών παρεμβάσεων. Οι παρεμβάσεις κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού γρήγορα γίνονται ρυθμιστικοί κανονισμοί. Εδώ ξανά έχουμε μια περίπτωση που μου φαίνεται παράδειγμα της αυτοκαταστροφικής ορμής της επιχειρηματικής κοινότητας.

Τώρα φτάνω στο δύσκολο σημείο: Γιατί υπάρχει αυτή η αυτοκαταστροφική ορμή; Γιατί συμπεριφέρονται έτσι οι επιχειρηματίες; Ελπίζω πολλοί από εσάς σε αυτό το δωμάτιο θα το σκεφτείτε και θα προσπαθήσετε να καταλήξετε σε απαντήσεις. Θα σας δώσω τις προτάσεις που έχω, αλλά καμμία από αυτές δεν μου φαίνεται επαρκής εξήγηση. Ένας αιτία τέθηκε πρίν από έναν αιώνα από έναν αξιοσημείωτο άνδρα, τον Στρατηγό Francis A. Walker, καθηγητή στο Yale και μετέπειτα πρόεδρο του M.I.T. Έγραψε:

Λίγοι θα ήταν αρκετά θρασείς ώστε να αντιδικήσουν με έναν χημικό ή έναν μηχανικό για σημεία που σχετίζονται με τις έρευνες της εργασίας της ζωής τους. Όμως σχεδόν οποιοσδήποτε που ξέρει να διαβάζει και να γράφει αισθάνεται ελεύθερος να σχηματίζει και να διατηρεί τις δικές του απόψεις για θέματα εμπορίου και χρημάτων. Η οικονομική λογοτεχνία κάθε συνεχόμενου έτους περιλαμβάνει έργα που σχηματίζονται με πραγματικά επιστημονικό πνεύμα, αλλά και έργα που παρουσιάζουν την πιο χυδαία άγνοια της οικονομικής ιστορίας και την πιο κατάφωρη περιφρώνηση για τις συνθήκες της οικονομικής έρευνας. Είναι σαν να ερευνούσαμε την αστρολογία πλάι στην αστρονομία ή την αλχημεία πλάι στην χημεία.

Όταν μιλάμε για οικονομικά, όλοι είναι ειδικοί που σχεδόν πάντα κάνουν λάθος - και τα στελέχη των επιχειρήσεων δεν αποτελούν εξαίρεση.

Ο Schumpeter έδωσε μια πολύ διαφορετική εξήγηση για αυτό το φαινόμενο. Υποστήριξε ότι, μέσα σε μεγάλες επιχειρήσεις, οι διοικούντες αναπτύσσουν ουσιαστικά γραφειοκρατικές-σοσιαλιστικές νοοτροπίες και θεσμούς. Η πίστη στην επιχειρηματικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία τείνει να αντικαθίσταται με μια γραφειοκρατική προσέγγιση, που οδηγεί στην ανάδυση ενός σοσιαλιστικού συστήματος. Δεν πιστεύω πως κάτι τέτοιο αληθεύει. Σε μια ανταγωνιστική κοινωνία υπάρχει αρκετή πίεση από έξω ώστε να αποτραπεί κάτι τέτοιο. Αλλά κάτι τέτοιο θα αποτελούσε εξήγηση.

Το γενικό κλίμα γνώμης, που αντιμετωπίζει την κυβερνητική δράση ως ένα γενικής χρήσης ίαμα για κάθε ασθένεια, είναι κατά πάσα πιθανότητα πιο σημαντικός παράγοντας. Ωστόσο, τα τελευταία 40 χρόνια, το κλίμα γνώμης αλλάζει. Δεν θεωρείται πια δεδομένο, όπως παλιά, ότι εάν υπάρχει ένα πρόβλημα τότε η λύση είναι να εμπλακεί το κράτος. Κερδίζουμε τον πόλεμο των ιδεών ακόμα και αν χάνουμε τον πόλεμο στην πράξη. Οι κυβερνήσεις σήμερα είναι σαφώς μεγαλύτερες και πιο παρεμβατικές απ’ότι ήταν πριν 40 ή 50 χρόνια, την ίδια στιγμή που -εν μέρη ως αποτέλεσμα- το κλίμα γνώμης είναι πολύ λιγότερο ευνοϊκό προς τον κυβερνητικό έλεγχο από τότε. Όμως, εξακολουθώ να μην πιστεύω πως είναι ικανοποιητική αυτή η εξήγηση, οπότε πρέπει να ομολογήσω ότι δεν έχω μια καλή εξήγηση. Ωστόσο νομίζω ότι το φαινόμενο απαιτεί εξήγηση και ότι είναι στο προσωπικό σας συμφέρον να βρείτε μία και να αλλάξετε την μορφή της επιχειρηματικής συμπεριφοράς έτσι ώστε να απαλλαχθείτε από κάτι που είναι μια ξεκάθαρα αυτοκαταστροφική ορμή.

* Αυτό το άρθρο αρχικά εμφανίστηκε στην έκδοση Μαρτίου/Απριλίου 1999 (pdf, 317Kb) του Cato Policy Report, βασισμένο στην ομιλία του Milton Friedman στο συνέδριο των Cato Institute και Forbes ASAP με τίτλο “Washington D.C., versus Silicon Valley“.
To άρθρο αναδημοσιεύεται στα πλαίσια της συνεργασίας του e-Rooster με το Ινστιτούτο Cato.
Η μετάφραση του πρωτότυπου, για λογαριασμό του e-Rooster, έγινε από τον Κωσταντίνο Κουκόπουλο

Filed under: Πολιτικη, ΟικονομικαMilton Friedman, στις 5:29 pm

Δεν υπάρχουν σχόλια: