Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Ο Ρακοκαζανάς [θρύλοι και παραδόσεις Μυλοποτάμου] [video]

Το ξεκαζάνιασμα τσί ρακής παλιά στο Μετόχι

Όλοι κατένε , και σάικα... θα-χουνε ακουστά πώς βγαίνει η ρακί, μα α - δεν - είσαι κιά, να δεις κιόλας, δε γάτες πράμα... γιατί άλλο να γροικάς, κι' άλλο να θωρείς...


Στο μετόχι παλιά... ήτανε ένα καζάνι απομεινάρικο και το-χανε... ούλοι μαζί...
Και κάθε χρόνο θελα πάη ο χωροφύλακας τσι περιφέρειας... να ξεσφραγίση το καπάκι.
Δηλαδή να κόψη ένα τέλι που είχιενε κιά στριμένο και στο δέσιμο απάνω, του 'χιενε μιάολιά κερί μ' ένα τύπωμα από σφραγιδάκι... που το λέγανε βουλοκέρι και τωνέ 'δεινε διωρία μέχρι ποτές θα βγάνου-νε τσικουδιά κιέτες θα ξανάρθει να το ξανασφραγίση.
Και εντακιέρνανε όλοι ύστερα στο μετόχι... και εβράζανε τα τσίκουδα που τάχα-νε στερεμένα στα πυθάρια οντέ-νε βγάλανε το μούστο, και τα κουβαλούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο στο καζάνι με το σειρά 'ν' του ο κάθ' ένας.
Το καζάνι εδούλεγενε μέρα-νύχτα γιατί ο χωροφύλακας ετηρούσε πολύ το χρόνο τσι διορίας... πώς σε τρεις (μέρες θα' ρθώ... ακόμη τω έλεγε... και την... τα δε ώρα... να σφραγίσω πάλι το καζάνι, Και άμα ήτανε πομεινάρικα κι' άλλα τσίκουδα... τα χύνανε.

Γιατί αυτός ήτανε ή εξουσία... και εμάνηζένε κιόλας... Και άμα δεν την εφάρμοζε έπαε που ήτανε εύκολο... που αλλού θελα τηνε εφαρμόσει... στη κλεψά... που είναι δύσκολο να πιάσει το ζωοκλέφτη νύχτα στση κορφές.
Μια χρονιά λοιπόν., εθεώρησε καλό... να πάη ο Καπετάν-Μιχάλης χωρίς να φωνιάξη το χωροφύλακα., να πάη να βγάλει τσικουδιά και αυτός... μοναχός του εξεσφράγισε το καζάνι (το δικό του), που το 'βρηκ νε από το συχωρεμένο το πεθερόν' του το ΠλουμηδοΖάχαρη.

Και εντάκαρε και έβγανε-νε τη τσικουδιά του σπιθιού ντου, και δε γατέη κιανείς πως το μάθανε στο σταθμό τσι περιοχής... κιανείς τόνε τσίτωσε... πιός κατέχη...

Και φτάνουνε στο Μετόχι, τρεις χωροφυλά κοι πάνε στο καζάνι και ψάχνανε τον υπεύθηνο αφού δεν τόνε βρήκανε... πιά-νουνε ένα μανάρι και του κάνουνε πίτερα το καπάκι και το μπάτω του καζανιού... και δεν έκανε'νε ύστερα παρά για μαντζαδούρα... να βάνη αγκυναρόφυλλα τω βουγιώ και τω γαιδάρω στο φουρνόσπιτο που θέ-τανε τη νύχτα τα χοντροζούμπερα...
Και αυτός ήτανε παρμένος σάμε το περβόλι και είχιενε τη μάναν του... άφηνα στο καζάνι... και την ώρα που έφταξε... αυτός... εποσπούσανε το καζάνι, και του παίζανε την τελευταία μαναρέ, και λέη ίντα να κάμω δα η ζημιά εγίνηκε κάτσε σκιάς να τσι φοβερίσω να μη ξεφτελιστώ σ' τσί χωριανούς μου που θα με περγιελούνε αύριο και δεν θα 'χω μούρη να προβάλω στο ντρυκιάνι... και στη περιφέρεια μου... με τούτα 'να τα νοικοκεράτα...

Και θετή ένα πηδώ και άρπα του χωροφύλακα το μανάρι από τα χέρια... και το σηκώνη, για να του το παίξει στα πλευρά του χωροφύλακα νατονε ξεραχίση αζωντανό... (και αυτό, και τη παρέα ν' του).
Μα ήτανε αναμαζωμένοι κιά όσοι Μετοχιανοί ετύχανε... από το γεγονός, μικροί... και... μεγάλοι... καιπέφτουνε απάνω ν' του...

- Μη μωρέ στο θεό μωρέ σε πρεσβε-στάρω μη... Άλλος του φώνιαζε-νε... - Μη... να μη κάψεις Μιχάλη το σπίτι σου... για το θεό κάμε... μη... (και τόνε πιάνου νε... και με χίλια βάσανα τόνε τραγοπαλέγανε όλοι μαζί να τόνε στέσουνε και από λίγο να βαρυστούνε κιά και με το μανάρι σάμε να του το πάρουνε...)
Και σπούνε και φεύγουνε και οι χωροφυλάκοι και επογύρανε στού Κρυμίζω το λιοφυτάκι...

Και απάνω στη ταραχή ν' του, που ήτανε σαν το σκύλο ανατριχιασμένος και τσί θώριενε και επογιέρνανε στο Μαρκουλίτο παπούρι... και δεν εμπόριενε να τωνε κάμει εκείνο, που των έβγαινε... επηγαινο' ήρχουντο και εξεθύμανενε λέγωντας... και ξεφυσώντας... (Ίντα μωρέ να σας κάμω που με βρήκιετε απρο' ετο'ιμαστο...).
Και έτσι με τη κίνηση αυτή ενάντια της εξουσίας... επόμεινε... στα μάθια τω Μετο-χιανώ και στη περιφέρεια... πάλι όπως πρώτα...

Ο Καπετάν Μιχάλης... ακίνητος στη θέ-σην του και επορπάθιε πάλι Καπετανίστηκα με ψιλά τη κεφαλή... όπως πορπάθιε μ' πρώτα...

Και φόριενε... και τ' άρματα... και 'βγαινε από τη πόρτα...
Με λεβεντιά... δρασκιέλιζε... και.... τω... Χανιώτη Πόρτα...
Ας είναι δα... στο Μετόχι είχανε τότες οι παλιοί νοικοκυραίοι όλα τα εργαλεία για τη τσικουδιά, η παρασιάπου στένανε το καζάνι, και το καζάνι ήτανε μόνιμα χτισμένα σ' ένα γύρω, δίπλα ήτανε η ρούμπα στε-μένη που τη γεμίζανε σάμε απάνω νερό, και επέρνανε δια μπερές ο λουλάς για να περνά από μέσα το απόσταγμα τσί ρακής, μόνο το καπάκι έλειπε 'νε και τα ξύλα με το νερό... και όπως έβραζε... το καζάνι ο ατμός εκρύωνε περνώντας ανάμεσα από τη ρούμπα και υγροποιούντανε και έτρεχε στο κου ρούπι σε υγρή κατάσταση.

Πάντα κανονίζανε την πύρε τσι φωθιάς τόσο που να προλαβαίνη να υγροποιή ο λουλάς και να μη πορίζει όξω ατμός ακόμη για να πετυχιένη καλά η απόοτα ξη ετρίγανε συνέχεια με μια φορτωτήρα το λου λα για να αναταράσεται το νερό μέσα στη ρούμ πα, και πάντα να περιλούζεται ο λουλάς με κρύα στρώματα νερού... και είχανε τσ' αμέντες των 'νε να μη τηνε τσουκνώσουνε κιόλας...

Και κάνα 'δυό φορές εσυμπληρώνανε κάνα δυο λαήνες νερό από το ρυάκι... κάθε μέρα στη ρούμπα., γιατί εξατμήζουντο 'νε όπως εχλιάρηζενε.
Μια φορά λέη πάλι... ένας (που ήτα νε ο πρώτος καιρός που έκανε το νοικοκύρη με γυναίκα και ρακί)... (νιόπαντρος) συμώνη τη νύχτα στο κουρούπι να δη ανέ βγαίνη ρακή...

Και όπως ήτανε σκοτίδι (γιατί το ελεκτρικό ακόμη δεν ήτανε ερχόμενο ποθές) πάη και ανάφτη στο μπόρο του κουρουπιού το τσακουμάκι να δη ίντα γίνε ται...
Και παίρνη φωτιά από το πυροβόλο, η ρακί μαζί με τσί αναθυμιάσεις, και κεντούνε και αυτήνου... μαλλιά μουστάκια γένια... και αν' δεν επρόκανενε... να βάλη τη κεφαλή του όλη... μέσα στη ρούμπα να σβύση... ήθελα πάθη μεγάλο στραπάτσο...

Αφού λέη έραξε... και η γυναίκα ν' του και με το καφκή του 'ριχνε νερό και τόνε λαντούρανε... να σβύση...
Τσί μέρες τούτες σας όλοι ήρχουντο νε και ποσπερίζανε γύρω από το καζάνι και έλεγα νε ιστορίες παλιές και καινούργιες....
Έκια ανάμα ζώνουντανε ούλοι τα βράδυα γυναίκες και άντρες και εποσπερίζανε ακόμη τόνε κάνανε παρέα κοντά να πο' διαφωτήση ταμάνημος... και εσάζανε και ψιλό μεζέ και τρώγανε που τόνε ψήνανε στα κάρβουνα... γη οφτές πατάτες... στην αθούβαλη...

Και συνέχεια ε' παρακολουθούτανε και εδοκιμάζανε τη κάθε νέα και ζανιά τσί ρακής και τηνε ξανοίγανε με τη γεύση στο χτύπημα των α' χειλιών και με το πέταμα στη φωτιά να δούνε ανέ βγάνη καλή λαμπούρα.

Σε κάθε καζανιά αφού εβάνανε μέσα τα τσίκουδα, εβάνανε και κάτι-της για μυρωδικό που συνήθως ήτανε ένα πιάσμα μάραθο...

Κιέτες εβάνανε το καπάκι πάλι... από πάνω και το μπικαθιάζανε με βρασμένα τσίκου δα... γη πολύ... από κοκκινόχωμα για να... μην υπάρχουνε διαροές...
Στον Αυτοματισμόν... της (...ατμοπαραγωγής... της...τσικουδιάς...).
Και κουρούπι-κουρούπι εκουβαλούσανε και τη μονοπαντήζανε σ' τσι γυάλινες νταρμεντζάνες τη καινούργια τσικουδιά...
Και άμα είχιενε κιανείς στο σπίτι ν' του παλιά τσικουδιά ήθελα τηνε ανακάτωση με τα καινούργια τσίκουδα να τηνε ξαναβάλη στο καζάνι... να βγη καινούργια... και να γένη πιο δυνατή...
Μανώλης Κλάδος
ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΣ 2012 ΓΑΡΑΖΟ ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΞΕΚΑΖΑΝΙΑΣΜΑ & ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΡΑΚΗΣ
ΠΑΡΕΑ ΣΕ ΡΑΚΟΚΑΖΑΝΟ ΣΤΑ ΡΟΥΣΤΙΚΑ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: