Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Εισπράττουμε όσα αξίζουμε [άποψη]

Ακούω γύρω μου, από εργαζομένους στον τουρισμό αλλά και γενικότερα, πως «αυτή η τουριστική ανάπτυξη» δεν είναι αρεστή. Οι μαγαζάτορες έξω από τα ξενοδοχεία παραπονιούνται πως οι ...


πελάτες δεν βγαίνουν να ξοδέψουν, και τα ρίχνουν στον ξενοδόχο: λένε πως «τους κρατάει μέσα».

Οι ξενοδόχοι, με τη σειρά τους, παραπονιούνται πως αυτοί που στέλνουν τα πρακτορεία δεν ξοδεύουν αρκετά μέσα στο ξενοδοχείο, αλλά στα σούπερ μάρκετ και τα fast-food έξω. 

Τα πρακτορεία, πάλι, παραπονιούνται πως οι τιμές στην Ελλάδα δεν είναι αντίστοιχες με τους ανταγωνιστικούς προορισμούς. Αλλοι παραπονιούνται για τους Αγγλους και άλλοι για τους Ρώσους, άλλοι για τα «βραχιολάκια» (το all-inclusive, δηλαδή) κι άλλοι για τους πελάτες των ακριβών ξενοδοχείων που δεν ψωνίζουν αρκετές γούνες και κοσμήματα. 

Υπάρχει διάχυτη μία εμμονή πως οι επισκέπτες της Ελλάδας οφείλουν να είναι «ποιοτικοί»: να ξοδεύουν πολλά λεφτά στον τόπο, να μένουν στα καλύτερα ξενοδοχεία και στα αυθεντικά και παραδοσιακά καταλύματα, να τρώνε στις καλύτερες ταβέρνες, να πίνουν στα μπαρ τα καλύτερα κρασιά και αποστάγματα, και -φυσικά- να ξέρουν από Ιστορία και πολιτισμό, να είναι κοσμοπολίτες. 

Η απάντησή μου σε αυτήν τη σχεδόν ρατσιστική αντιμετώπιση των ξένων επισκεπτών είναι μια απλή ερώτηση: πιστεύετε εσείς πως η Ελλάδα προσφέρει πραγματικά αυτήν την ποιότητα παντού; 

Βλέπετε, ο τουρισμός δεν είναι ένα και μοναδικό «προϊόν», κι ούτε είναι μία και μοναδική «βιομηχανία», αν και συχνά χρησιμοποιούμε τέτοιους όρους για την ευκολία της συζήτησης. 

Ο τουρισμός είναι πολλά προϊόντα που παράγονται από τους ανθρώπους διαπροσωπικά: το χαμόγελο, η φιλοξενία, η καθαριότητα, η αισθητική, κ.λπ. 
Κι όλα αυτά αλληλεπιδρούν σε περίπλοκο πλέγμα μεταξύ ανθρώπων, επιχειρήσεων και Δημοσίου, κι αυτό που τελικά εξάγεται είναι οι εμπειρίες. 
Αυτές οι εμπειρίες είναι, τελικά, το «εξαγώγιμο προϊόν» που παίρνουν μαζί τους οι ξένοι, αφήνοντας σ' εμάς τα χρήματά τους ως αντίτιμο. 

Οι ξένοι επισκέπτες έρχονται να ζήσουν για λίγο στη χώρα μας, ανάμεσά μας, σαν εμάς και παράλληλα με μας: κινούνται στους δρόμους μας, ψωνίζουν στα μαγαζιά, τρώνε τα φαγητά μας, καταναλώνουν αυτά που τους προσφέρουμε. 
Αν η Ελλάδα και οι Ελληνες είμαστε μία χώρα πεντακάθαρη, οργανωμένη, χτισμένη με ομορφιά και γούστο, με άψογα προϊόντα και υπηρεσίες, τότε θα μας πληρώσουν αυτά που αξίζουμε. 
Αν δεν είμαστε όλα αυτά, και είμαστε μια βρόμικη χώρα με κακούς δρόμους, ανύπαρκτα πεζοδρόμια, αγενείς υπαλλήλους που δεν μιλάνε ξένες γλώσσες, μπόμπες ποτά και μέτριο φαγητό, τότε θα εισπράττουμε αντιστοίχως. 

Τελικά, ας αναρωτηθούμε όλοι: Είμαστε εμείς, πρώτοι εμείς, το ποιοτικό «προϊόν» που θέλουμε να μας πληρώνουν; Αξίζουμε τα λεφτά που θέλουμε να εισπράττουμε; 
Και δεν μιλάμε απαραίτητα για πολυτέλεια, αλλά μιλάμε σίγουρα για τιμιότητα και αξιοπρέπεια, για σεβασμό του ξένου επισκέπτη.
Δεν έχει τόσο σημασία αν έχεις πέντε αστέρια ή δύο αστέρια, φτάνει να τα τιμάς και να είσαι γνήσιος. 
Πόσοι από τους αναγνώστες αυτού του άρθρου καλημερίζουν τους τουρίστες στο δρόμο; Πόσοι τους βοηθούν; 
Ο ξένος είναι ένα ιερό πρόσωπο κι αποτελεί ύβρι να επιμένουμε πως στη χώρα μας οφείλουν να έρχονται μόνον οι καλύτεροι. 

Η τουριστική ανάπτυξη δεν συμβαίνει επειδή το θέλει ή το «διατάζει» η κυβέρνηση, η αυτοδιοίκηση ή οι επιχειρηματίες. 
Η ανάπτυξη, όπως είχα εξηγήσει και παλιότερα*, είναι ένας κρίκος σε μια αλυσίδα: εμπιστοσύνη, ασφάλεια, ανταγωνιστικότητα, επενδύσεις, προσλήψεις, ανάπτυξη, κερδοφορία, αύξηση μισθών. 

Οπως σε όλα, έτσι και στον τουρισμό, η Ελλάδα δεν είναι αποκομμένη από το παγκόσμιο γίγνεσθαι, πόσω μάλλον που ο τουρισμός είναι μία κατεξοχήν παγκοσμιοποιημένη οικονομική δραστηριότητα. 
Σε εμάς επαφίεται να γίνουμε ο προορισμός των ξένων χρημάτων που θέλουμε να εισπράξουμε, των ποιοτικών επενδύσεων και των ποιοτικών τουριστών. Διότι είναι δίκαιο, είτε τώρα είτε ποτέ, να εισπράττουμε όσα ακριβώς αξίζουμε πραγματικά. 




* «ΜΑ, ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΙΛΑΜΕ;» ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 10/2/2013 (www.enet.gr/342487) 



Δεν υπάρχουν σχόλια: