Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Η Παναγία του Χάρακα [θρύλοι και παραδόσεις στον Μυλοπόταμο]

Απόσπασμα από την «Κρήτη των Θρύλων» του Χαρωνίτη Βασίλειου
(Εκδοτικός Οίκος "Σμυρνιωτάκη")
Στα χρόνια, λέει, που ο Δικέφαλος Βυζαντινός αϊτός σκέπαζε με τις φτερούγες του Ανατολή και Δύση, τότες που η Κρήτη ήταν το ...

ομορφότερο στολίδι της δοξασμένης Αυτοκρατορίας, ένα καράβι, ένας δρόμωνας, με μιαν αρχόντισσα ανοίχτηκε στο γαλανό Αιγαίο. Περνούσε ανάμεσα από τα μικρά και τα μεγάλα νησιά, την Τένεδο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, την Αμοργό ^ μα δε σταματούσε. Σαν δελφίνι έσκιζε τα νερά, τραβώντας κατά το νοτιά, ώσπου έφτασε στο πέλαγος της Κρήτης.
Σαν έφτασε στα δικά μας νερά, άλλαξε ταχτική. Χωρίς καμιά βιασύνη άρχισε να κινείται παραλιακά. Στα μεγάλα λιμάνια, στους ήσυχους όρμους, στους απόμερους γιαλούς σταματούσε, η αρχόντισσα έβγαινε στη στεριά, χαιρόταν τις ομορφιές του νησιού κι ύστερα έμπαινε στο πλεούμενο και συνέχιζε το ταξίδι. Οι ντόπιοι, σαν έβλεπαν το καράβι στα νερά τους, κατέβαιναν στο γιαλό, παρατηρούσαν έκπληκτοι την άγνωστη γυναίκα ν' αποβιβάζεται στη στεριά, μα ύστερα την καλωσόριζαν και τη φιλοξενούσαν.

Πόσο κράτησε τούτη η περιήγηση κανείς δεν ξέρει. Κάποτε που το καράβι βρέθηκε στα νερά του Πανόρμου, κοντά στον όρμο του Μπαλί, η αρχόντισσα βγήκε πάλι στη στεριά, προχώρησε ίσαμε το μέρος που βρίσκεται σήμερα η εκκλησούλα και παρατηρούσε τριγύρω τον άγριο τόπο. Ένας βοσκός από ψηλά είδε τη γυναίκα κι ειδοποίησε τους χωρικούς και κατέβηκαν παραξενεμένοι.

Στο μεταξύ εκείνη είχε προχωρήσει αρκετά. Ένας μεγάλος βράχος, ένας Χάρακας που ξεχώριζε νοτικά της κέντρισε την περιέργεια και πήγε κοντά του. Χωρίς να έχει
τίποτε το ξεχωριστό, δημιούργησε στην ψυχή της μιαν ανεξήγητη λαχτάρα κι άρχισε να τον εξερευνά και να τον εξετάζει απ' όλες τις μεριές. Καθώς παρατηρούσε μια σκισμάδα του, είδε κάτι σαν ξύλο που φεγγοβολούσε απαλά. Έσκυψε, και το τράβηξε με προσοχή κι είδε έκπληκτη ότι κρατούσε στα χέρια της την εικόνα της Κοίμησης της Παναγίας!

Την καθάρισε με συγκίνηση, την προσκύνησε με σεβασμό κι ύστερα την έδωσε και στους ντόπιους που είχαν μαζευτεί κοντά της να τη χαρούν κι εκείνοι!
Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη κι αποφάσισαν να γιορτάσουν την ξεχωριστή τιμή που τους έκαμε η Παναγία. Ο βοσκός έσφαξε ένα αρνί και το 'βαλε στη σούβλα, κάποιοι άλλοι έφεραν ψωμί και κρασί κι όλοι μαζί κάτω από τη σκιά μιας χαρουπιάς έφαγαν ήπιαν και τραγούδησαν.
Ύστερα η αρχόντισσα ευχαριστημένη κι αυτή από την όμορφη σύναξη, άφησε στους ντόπιους την εικόνα μαζί με πολλά πολλά χρήματα, για να χτίσουν εκκλησία στη χάρη της Μητέρας του θεού.

— Του χρόνου θα ξανάρθω. Η εκκλησία να είναι έτοιμη, για να κάμομε μαζί την πρώτη λειτουργία, τους είπε κι αποχαιρετώντας τους μπήκε στο καράβι κι έφυγε.
Σάλπαρε το καράβι και οι απλοϊκοί κάτοικοι έμειναν με την εικόνα και τα χρυσά νομίσματα.
Γύρισαν στο χωριό τους αποφασισμένοι να εκτελέσουν την εντολή που πήραν. Προσωρινά άφησαν την εικόνα στην εκκλησία του χωριού τους και δίκαια μοιράστηκαν τα χρήματα, κάνοντας τη σκέψη ότι έτσι κι αλλιώς σ' αυτούς ανήκαν μια κι όλοι μαζί θα βοηθούσαν στο χτίσιμο.

Τις πρώτες βδομάδες οι συζητήσεις στρέφονταν γύρω απ' αυτό το θέμα κι η μια γνώμη ακολουθούσε την άλλη. Όλοι είχαν κάτι να προτείνουν, γιατί επιθυμία τους ήταν να γίνει ένας ναός πανέμορφος και μοναδικός.
Στο μεταξύ το νέο για την εικόνα μαθεύτηκε στα κοντινά χωριά κι ευσεβείς προσκυνητές έρχονταν ομαδικά και μαζί με τ' άλλα, δυνάμωναν τις συζητήσεις για την οικοδόμηση του ναού.

Μα όσο περνούσαν οι βδομάδες, οι προσκυνητές αραίωναν, οι δουλειές στο χωριό δε σταματούσαν κι οι συζητήσεις άρχισαν να λιγοστεύουν. Το ίδιο και τα χρήματα που σιγά σιγά ξοδεύτηκαν εντελώς.
Ύστερα έπιασε χειμώνας και κλείστηκαν μέσα, μερικοί είπαν ότι η εικόνα ήταν καλά προφυλαγμένη στην εκκλησία τους και δε χρειαζόταν καινούργια και η υπόθεση άρχισε να ξεχνιέται.

Την άνοιξη κανείς δε θυμόταν την αρχόντισσα και την παραγγελιά της. Μόνο σαν ήρθε το καλοκαίρι και στα γαληνεμένα νερά του Κρητικού πελάγου φάνηκε το καράβι με το Δικέφαλο αϊτό, ο δρόμωνας με την αρχόντισσα, ένιωσαν την ενοχή τους, που δεν είχαν βάλει ούτε τα θεμέλια του ναού, που υποσχέθηκαν να ετοιμάσουν. Κι όχι μόνο γι' αυτό. Από τα χρήματα που τους άφησε για το σκοπό αυτό δεν είχε μείνει τίποτα. Όλα είχαν φαγωθεί...

Αποφάσισαν να ξεγελάσουν τη γυναίκα και σκηνοθέτησαν μια ψεύτικη ιστορία: 
Έβαλαν τον πρωτομάστορα του χωριού να ξαπλώσει σ' ένα κρεβάτι να κάνει τον πεθαμένο κι αυτοί με περίλυπο ύφος κατέβηκαν στην παραλία, όπου είχε αποβιβαστεί η βυζαντινή μεγαλοκυρά και με δάκρυα την εβεθαίωσαν ότι έπεσε θανατικό στην περιοχή κι ορφάνεψε το χωριό κι αναγκάστηκαν να ξοδέψουν τα χρήματα, που τους άφησε, στους γιατρούς κι ότι ακόμη κι ο πρωτομάστορας δε γλύτωσε το κακό. Μήνες βασανιζόταν και τώρα τον είχαν νεκρό και κείνη την ημέρα θα τον έθαβαν. Αν αμφισβητούσε τα λόγια τους, μπορούσε να πάει στο σπίτι που είχαν το λείψανο του και να το δει...

Η αρχόντισσα πείστηκε μ' όσα άκουσε. Τους μίλησε με συμπόνια και κατανόηση. Και πάλι τους άφησε πολλά πολλά χρυσά νομίσματα και την ίδια παραγγελία:
— Του χρόνου θα ξανάρθω. Η εκκλησία να είναι έτοιμη, για να κάμομε μαζί την πρώτη λειτουργία. Ύστερα γύρισε, μπήκε στο καράβι κι έφυγε...
Οι ντόπιοι έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση. Τα κατάφεραν! Ως του χρόνου είχε ο θεός... Έτρεξαν να το πουν στον πρωτομάστορα.
Μα όταν έφτασαν στο σπίτι και μπήκαν στο δωμάτιο όπου ήταν το κρεβάτι του, τον είδαν ακίνητο σαν άγαλμα. Ήταν στ' αλήθεια νεκρός!..
Φόβος απερίγραπτος τους κυρίεψε, γιατί στο θάνατο του πρωτομάστορα είδαν τη δίκαιη θεϊκή τιμωρία. Και, γι' αυτό, χωρίς καθυστέρηση κατέβηκαν στην παραλία κι έχτισαν το εκκλησάκι που, ανακαινισμένο, σώζεται ίσαμε σήμερα.
 
Ο Μιχ. Παπαδάκης περιγράφει με δικό του τρόπο το θρύλο της ίδρυσης του ναού της Παναγίας του Χάρακα:
" Στήν παραλία ταξείδευε γιά λόγους πού ποτέ δέν μπόρεσε νά μάθη κανείς Βυζαντινή Αρχόντισσα, μπορεί, η ιδια η Αυτοκράτειρα. 
Έβγαινε καμμια φορά για να ξεκονραστή αλλά μόνο στό γυρογιάλι. 
Εδώ, προχώρησε παρά πάνω, στο σημείο που είναι κτισμένο το εκκλησάκι, κι απ' εκεί είδε στό βάθος της χαράδρας που υπάρχει νοτικά, ένα μεγάλο χάρακα (βράχο) να ξεχωρίζη από το άλλο μέρος. 
Από θεία φώτισι προχώρησε, πήγε στο χά­ρακα, τον περιεργάζετο και σε σχισμή του ανακάλυψεν εικόνα της Κοιμήσεως. 
Την πήρε με ευλάβεια, την προακύνησεν, ύστερα προσκάλεσε τους περίοικους και τους την αφησε με, αρκετό νά χτιστή μια εκκλησία, χρηματικό ποσό και τούς παράγγειλε να την έχουν έτοιμη σε λειτουργία τον επόμενο χρόνο, ίδια εποχή που θα ξα­ναρχόταν. Οι περίοικοι υποσχέθηκαν. Άλλά κατασπατάλησαν τα χρήματα κι εκκλησία δεν έχτισαν. 
Τον επόμενο χρόνο που είδαν από μακριά το πλοίο της Αρχόντισσας να ξανάρχεται, αποφάσι­σαν να την εξαπατήσουν. 
Να της πουν δηλαδή ψέμματα πως στον τόπο έπιασε θανατικό, πέθαναν όλοι οι εργάτες και σήμερα κηδεύουν και τον πρωτομάστορα που, μάλιστα, τον ξάπλωσαν σε σανίδα να προσποιήται τον πεθαμένο. 
Η Άρχόντισσα πίστεψεν, άφησεν άλλα χρήματα κι έφυγε. 
Όταν όμως γύρισαν για να πουν στον πρωτομάστορα πως η ψευτιά έπιασε, τον βρήκαν πραγματικά νε­κρό! Φοβήθηκαν, το απόδωσαν σε θεία τιμωρία και σε λίγον καιρό έκτισαν την έκκλησία. "
(περιοδ. Προμηθεύς..., τ. 26, σελ. 317 - 318)

Δεν υπάρχουν σχόλια: