παραλλαγή, από το Μπαμπαλί Ηρακλείου[Λιουδάκη, Μαντινάδες Κρήτης, σελ. 318-321]
-Ένα
Ένα δ’ αρχίξω να σου πω με το δικό μου στόμα,
τα δυο βυζά του κόρφου σου, δό’ μου και μένα τό ’να.
-Δυο
Δυο μάθια-ν-έχεις, κοπελιά, και δυο βυζά στον κόρφο,
καλύτερα μυρίζουνε κι απ’ τον ακράτο μόσκο.
-Τρία
Τρία ’ν’ τα φύλλα τση καρδιάς που μού ’χεις μαραμένα
και τ’ άλλα δυο μου τά ’φηκες και κείνα κεντημένα [=φλεγόμενα].
-Τέσσερα
Τέσσερις Ευαγγελιστές το ’πλάσαν το κορμί σου
και καίγομαι στσι πόνους σου, που να καεί η ψυχή σου!
-Πέντε
Πέντε φορές λιγώνομαι, ξαθό μου, την ημέρα,
δυο το ταχύ, τρεις το βραδύ, για τ’ όνομά σου εσένα.
-Έξε
Έξε μετάνοιες ήκαμα οψές στην Παναγία,
να βλέπει το κορμάκι σου, αφέντρα και κυρία.
-Εφτά
Εφτά ’ναι τα ουράνια που προσκυνούν αθρώποι,
ποθές αλλού δε βρίσκουνται οι γ-εδικοί σου τρόποι.
-Οχτώ
Οχτώ ’ν’ οι γ-ήχοι τσ’ εκκλησάς κι οχτώ σκοπούς κατέχω
κι όσα τραγούδια κι α σου πω, ’γώ διάφορο δεν έχω.
-Εννιά
Εννιά ’ναι και τα τάγματα [=οι άγγελοι] που βοηθούν εσένα
γι’ αυτό τα μάγια πού ’καμα δε σ’ έπιασε κιανένα.
-Δέκα
Δέκα ’ν’ οι γ-άγιες εντολές πού ’γραψ’ ο Θιος στην πλάκα
και δέκα νέοι σ’ αγαπούν, ξαθή και μαυρομάτα.
-Έντεκα
Έντεκα μήνες πολεμώ για να σου βρω ψεγάδι
και δέκα ’ναι που σ’ αγαπώ και μ’ έβαλες στον Άδη!
-Δώδεκα
Δώδεκα αγιούς εόρταζα, όσ’ είν’ οι γι-Αποστόλοι,
να βλέπουν το κορμάκι σου καματερή και σκόλη.
-Δεκατρία
Δεκατριώ χρονώ ’σουνε που σέ ’δα στολισμένη
κι επήρες μού τονε το νου, αναθεματισμένη!
-Δεκατέσσερα
Δεκατριώ χρονώ ’σουνε κι εγώ δεκατεσσάρω
που ’λέγαν οι γονέοι σου πως ήθελα σε πάρω [=ότι θα σ’ έπαιρνα].
-Δεκαπέντε
Στα δεκαπέντε δα σου πω δυο λόγια με γλυκότη:
τίποτας δεν αξίζει μπλιο μπρος στη δική σου νιότη.
-Δεκαέξε
Στα δεκαέξε δα σου πω, βενέτικη φραγάδα,
οντό σ’ επρωταγάπησα μού ’φερε κιτρινάδα.
-Δεκαεφτά
Στα δεκαφτά δα να σου πω, το νου να ξεκουράσω,
τσι μέρες απού σ’ αγαπώ θέλω να λογαριάσω.
-Δεκαοχτώ
Στα δεκοχτώ, μικρούλα μου, δα πιάσω και τη μπένα,
να γράψω πρίκες και καημούς απού τραβώ για σένα.
-Δεκαεννιά
Κι ακόμη χρόνους δεκαννιά δα πολεμώ, μικρή μου,
κι ό,τ’ είν’ απού το Θιο γραφτό ας έρθει στο κορμί μου.
-Είκοσι
Είκοσι περδικάβγουλα εις τη σειρά ’πού δέσει [=όποιος δέσει]
με μια μεταξωτή κλωστή, αυτός δα σε κερδέσει.
-Εικοσιένα
Εικοσιένα πάτημα βρίσκεται στην αγάπη
και πρέπ’ ομπρός [=προηγουμένως] να γυμναστείς κι ύστερα να τα μάθεις.
-Εικοσιδυό
Εικοσιδυό γραδώ ρακή να πιεις να σε λωλάνει,
γιατί δε νταγιαντίζω μπλιο τα πείσματα που κάνεις.
-Εικοσιτρία
Εικοσιτρείς λαβωμαθιές έχει η καρδιά μου μέσα,
τα μάθια μ’ όντο σέ ’δανε τα κάλλη σου μ’ αρέσα.
-Εικοσιτέσσερα
Εικοσιτέσσερα νησά εγύρισα να γιάνω
κι όσοι γιατροί κι α μέ ’δανε είπαν πως δα ποθάνω!
-Εικοσιπέντε
Εικοσιπέντε κοπελιές με κάλλη, με γλυκότη,
τίποτας δεν αξίζουνε μπρος στη δική σου νιότη.
-Εικοσιέξε
Εικοσιέξε μηχανές να σε φωτογραφίσουν,
τα κάλλη και τσι χάρες σου οπίσω δα τ’ αφήσουν.
-Εικοσιεφτά
Πάνω στα εικοσιεφτά νέοι σε προσκυνούνε
κι όσοι γ-κι α σ’ αγαπήσανε εμένα να ρωτούνε!
-Εικοσιοχτώ
Εικοσοχτώ ’ναι, κοπελιά, οι μέρες του Φλεβάρη,
χαρά στο νιο που σ’ αγαπά και μέλλει να σε πάρει.
-Εικοσιεννιά
Εικοσεννιά γραμματικοί να πιάσουνε τη μπένα,
δε γράφουνε τα κάλλη σου, άπονης μάνας γέννα!
-Τριάντα
Τριάντα-ν-αγαπητικές ήκαμα στο γ-καιρό μου,
μα τούτηνιά η γ-ύστερη δα νά ’ν’ ο θάνατός μου!
-Τριανταένα
Τριανταμιά αγαπητικιές, σα βγάλεις μια τριάντα,
ετότες, χαϊδεμένη μου, σαν αγαπάς νταγιάντα [=άντεχε].
-Τριανταδυό
Τριανταδυό λογιώ σεβντά τράβηξε το κορμί μου
για κείνο τό ’πα, αγάπη μου, καλλιά ’χα να μην ήμου! [=να μην υπήρχα]
-Τριαντατρία
Τριαντατρία βήματα ’σίμωσα στην αγάπη
και σαϊθιά μού ’χτύπησε με το δεξό τζης μάτι.
-Τριαντατέσσερα
Τριαντατέσσερά ’σανε τα μήλα στο μεντήλι
που τά ’πεψα τσ’ αγάπης μου για το δικό τζ’ αχείλι.
-Τριανταπέντε
Τριανταπέντε τσ’ ήπεψα και τρία πορτακάλια,
για να μου δίδει το φιλί με δίχως παρακάλια.
-Τριανταέξε
Τριανταέξε βήματα ’σίμωσα στην αυλή τζης
κι εκείνη δεν εσίμωσε, διάλε την όρεξή τζης!
-Τριανταεφτά
Πάνω στα τριανταεφτά «ποιός ήτονε» ερώτα
κι απήτημως τση τό ’πανε εσφάλιξε την πόρτα.
-Τριανταοχτώ
Πάνω στα τριανταοχτώ ήπεσα λιγωμένος [=λιπόθυμος]
κι εθάρρειεν η γι-αγάπη μου πως είμ’ αποθαμένος.
-Τριανταεννιά
Πάνω στα τριανταεννιά ήσβησεν η ζωή μου
κι επάψανε οι πόνοι μου κι οι γι-ανεστεναγμοί μου.
-Σαράντα
Και στα σαράντα, μάθια μου, ήρθανε να με θάψουν
κι ήπεψεν η γι-αγάπη μου κορίτσα να με κλάψουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου