Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2007

το Σαρανταμαντίνιαδο

Το Σαρανταμαντίνιαδο

παραλλαγή, από το Μπαμπαλί Ηρακλείου[Λιουδάκη, Μαντινάδες Κρήτης, σελ. 318-321]

-Ένα

Ένα δ’ αρχίξω να σου πω με το δικό μου στόμα,

τα δυο βυζά του κόρφου σου, δό’ μου και μένα τό ’να.

-Δυο

Δυο μάθια-ν-έχεις, κοπελιά, και δυο βυζά στον κόρφο,

καλύτερα μυρίζουνε κι απ’ τον ακράτο μόσκο.

-Τρία

Τρία ’ν’ τα φύλλα τση καρδιάς που μού ’χεις μαραμένα

και τ’ άλλα δυο μου τά ’φηκες και κείνα κεντημένα [=φλεγόμενα].

-Τέσσερα

Τέσσερις Ευαγγελιστές το ’πλάσαν το κορμί σου

και καίγομαι στσι πόνους σου, που να καεί η ψυχή σου!

-Πέντε

Πέντε φορές λιγώνομαι, ξαθό μου, την ημέρα,

δυο το ταχύ, τρεις το βραδύ, για τ’ όνομά σου εσένα.

-Έξε

Έξε μετάνοιες ήκαμα οψές στην Παναγία,

να βλέπει το κορμάκι σου, αφέντρα και κυρία.

-Εφτά

Εφτά ’ναι τα ουράνια που προσκυνούν αθρώποι,

ποθές αλλού δε βρίσκουνται οι γ-εδικοί σου τρόποι.

-Οχτώ

Οχτώ ’ν’ οι γ-ήχοι τσ’ εκκλησάς κι οχτώ σκοπούς κατέχω

κι όσα τραγούδια κι α σου πω, ’γώ διάφορο δεν έχω.

-Εννιά

Εννιά ’ναι και τα τάγματα [=οι άγγελοι] που βοηθούν εσένα

γι’ αυτό τα μάγια πού ’καμα δε σ’ έπιασε κιανένα.

-Δέκα

Δέκα ’ν’ οι γ-άγιες εντολές πού ’γραψ’ ο Θιος στην πλάκα

και δέκα νέοι σ’ αγαπούν, ξαθή και μαυρομάτα.

-Έντεκα

Έντεκα μήνες πολεμώ για να σου βρω ψεγάδι

και δέκα ’ναι που σ’ αγαπώ και μ’ έβαλες στον Άδη!

-Δώδεκα

Δώδεκα αγιούς εόρταζα, όσ’ είν’ οι γι-Αποστόλοι,

να βλέπουν το κορμάκι σου καματερή και σκόλη.

-Δεκατρία

Δεκατριώ χρονώ ’σουνε που σέ ’δα στολισμένη

κι επήρες μού τονε το νου, αναθεματισμένη!

-Δεκατέσσερα

Δεκατριώ χρονώ ’σουνε κι εγώ δεκατεσσάρω

που ’λέγαν οι γονέοι σου πως ήθελα σε πάρω [=ότι θα σ’ έπαιρνα].

-Δεκαπέντε

Στα δεκαπέντε δα σου πω δυο λόγια με γλυκότη:

τίποτας δεν αξίζει μπλιο μπρος στη δική σου νιότη.

-Δεκαέξε

Στα δεκαέξε δα σου πω, βενέτικη φραγάδα,

οντό σ’ επρωταγάπησα μού ’φερε κιτρινάδα.

-Δεκαεφτά

Στα δεκαφτά δα να σου πω, το νου να ξεκουράσω,

τσι μέρες απού σ’ αγαπώ θέλω να λογαριάσω.

-Δεκαοχτώ

Στα δεκοχτώ, μικρούλα μου, δα πιάσω και τη μπένα,

να γράψω πρίκες και καημούς απού τραβώ για σένα.

-Δεκαεννιά

Κι ακόμη χρόνους δεκαννιά δα πολεμώ, μικρή μου,

κι ό,τ’ είν’ απού το Θιο γραφτό ας έρθει στο κορμί μου.

-Είκοσι

Είκοσι περδικάβγουλα εις τη σειρά ’πού δέσει [=όποιος δέσει]

με μια μεταξωτή κλωστή, αυτός δα σε κερδέσει.

-Εικοσιένα

Εικοσιένα πάτημα βρίσκεται στην αγάπη

και πρέπ’ ομπρός [=προηγουμένως] να γυμναστείς κι ύστερα να τα μάθεις.

-Εικοσιδυό

Εικοσιδυό γραδώ ρακή να πιεις να σε λωλάνει,

γιατί δε νταγιαντίζω μπλιο τα πείσματα που κάνεις.

-Εικοσιτρία

Εικοσιτρείς λαβωμαθιές έχει η καρδιά μου μέσα,

τα μάθια μ’ όντο σέ ’δανε τα κάλλη σου μ’ αρέσα.

-Εικοσιτέσσερα

Εικοσιτέσσερα νησά εγύρισα να γιάνω

κι όσοι γιατροί κι α μέ ’δανε είπαν πως δα ποθάνω!

-Εικοσιπέντε

Εικοσιπέντε κοπελιές με κάλλη, με γλυκότη,

τίποτας δεν αξίζουνε μπρος στη δική σου νιότη.

-Εικοσιέξε

Εικοσιέξε μηχανές να σε φωτογραφίσουν,

τα κάλλη και τσι χάρες σου οπίσω δα τ’ αφήσουν.

-Εικοσιεφτά

Πάνω στα εικοσιεφτά νέοι σε προσκυνούνε

κι όσοι γ-κι α σ’ αγαπήσανε εμένα να ρωτούνε!

-Εικοσιοχτώ

Εικοσοχτώ ’ναι, κοπελιά, οι μέρες του Φλεβάρη,

χαρά στο νιο που σ’ αγαπά και μέλλει να σε πάρει.

-Εικοσιεννιά

Εικοσεννιά γραμματικοί να πιάσουνε τη μπένα,

δε γράφουνε τα κάλλη σου, άπονης μάνας γέννα!

-Τριάντα

Τριάντα-ν-αγαπητικές ήκαμα στο γ-καιρό μου,

μα τούτηνιά η γ-ύστερη δα νά ’ν’ ο θάνατός μου!

-Τριανταένα

Τριανταμιά αγαπητικιές, σα βγάλεις μια τριάντα,

ετότες, χαϊδεμένη μου, σαν αγαπάς νταγιάντα [=άντεχε].

-Τριανταδυό

Τριανταδυό λογιώ σεβντά τράβηξε το κορμί μου

για κείνο τό ’πα, αγάπη μου, καλλιά ’χα να μην ήμου! [=να μην υπήρχα]

-Τριαντατρία

Τριαντατρία βήματα ’σίμωσα στην αγάπη

και σαϊθιά μού ’χτύπησε με το δεξό τζης μάτι.

-Τριαντατέσσερα

Τριαντατέσσερά ’σανε τα μήλα στο μεντήλι

που τά ’πεψα τσ’ αγάπης μου για το δικό τζ’ αχείλι.

-Τριανταπέντε

Τριανταπέντε τσ’ ήπεψα και τρία πορτακάλια,

για να μου δίδει το φιλί με δίχως παρακάλια.

-Τριανταέξε

Τριανταέξε βήματα ’σίμωσα στην αυλή τζης

κι εκείνη δεν εσίμωσε, διάλε την όρεξή τζης!

-Τριανταεφτά

Πάνω στα τριανταεφτά «ποιός ήτονε» ερώτα

κι απήτημως τση τό ’πανε εσφάλιξε την πόρτα.

-Τριανταοχτώ

Πάνω στα τριανταοχτώ ήπεσα λιγωμένος [=λιπόθυμος]

κι εθάρρειεν η γι-αγάπη μου πως είμ’ αποθαμένος.

-Τριανταεννιά

Πάνω στα τριανταεννιά ήσβησεν η ζωή μου

κι επάψανε οι πόνοι μου κι οι γι-ανεστεναγμοί μου.

-Σαράντα

Και στα σαράντα, μάθια μου, ήρθανε να με θάψουν

κι ήπεψεν η γι-αγάπη μου κορίτσα να με κλάψουν…

Δεν υπάρχουν σχόλια: