Κυριακή 16 Ιουλίου 2006

Η έννοια της ηδονής στον «ώριμο» πλατωνικό διάλογο: «Φίληβο»

Ως ηδονή ορίζεται ό,τι προκαλεί ευχαρίστηση και απόλαυση στον άνθρωπο. Αντιθέτως ό,τι προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, ορίζεται ως πόνος. Η ηδονή ανήκει στα πάθη και ο πόνος στα συναισθήματα.
Ο Πλάτωνας, ο Ηράκλειτος, οι Πυθαγόρειοι και οι Στωικοί συγκαταλέγονται στους ηθικούς ρεαλιστές, τάση αυστηρά αντιηδονιστική και ασκητική, αφού απορρίπτει όλα τα πάθη και τα θεωρεί επικίνδυνα για τον ηθικό ανθρώπινο βίο. Οι ηθικοί ρεαλιστές δέχονται τον απόλυτο και αντικειμενικό χαρακτήρα των ηθικών αξιών, πιστεύουν σ’ έναν απόλυτο κόσμο θεμελιωμένο πάνω σε θεϊκά πρότυπα και πρεσβεύουν την καταστολή της ηδονής και των παθών, με την υποστήριξη του ηθικού βίου από τον ορθό λόγο και την αρετή.
Ο Αρίστιππος και ο Επίκουρος, παρά τις έντονες μεταξύ τους διαφορές, ανήκουν στους ηδονιστές, τάση που αναγνωρίζει τη σημασία των παθών στη ζωή του ανθρώπου και θεμελιώνει τον ηθικό βίο πάνω στην ηδονή.
Ο Αριστοτέλης τέλος και η Περιπατητική Σχολή, είναι περισσότερο μετριοπαθείς στο θέμα της ηδονής.

Μια βασική έννοια της ηθικής είναι η ευδαιμονία. Η έννοια της ευδαιμονίας είναι διαφορετική μεταξύ των φιλοσόφων. Η σχέση μεταξύ ηδονής και ευδαιμονίας καθορίζει τις διαφορές μεταξύ των παραπάνω τάσεων. Κυρίως μεταξύ Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Επίκουρου. Ο Επίκουρος ταυτίζει την ηδονή με την ευδαιμονία ενώ ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης θεωρούν ως βασικό συστατικό της ευδαιμονίας την αρετή και όχι την ηδονή. Οι διαφορά τους δηλαδή έγκειται στην πηγή της ευδαιμονίας και στο κατά πόσο συμμετέχει η ηδονή στην ευδαιμονία.
Ο Πλάτωνας, στη διάρκεια της ζωής του εκφράζει δύο διαφορετικές απόψεις στο θέμα της ηδονής. Αρχικά, επηρεασμένος από τον πουριτανισμό και τον ασκητισμό των Πυθαγορείων χαρακτηρίζεται από αυστηρά αντι-ηδονιστική τάση. Σ’ αυτή τη φάση, η ηδονή δεν έχει καμία ηθική αξία και καταδικάζει όλες τις σωματικές και υλικές απολαύσεις. Στο διάλογό όμως «Φίληβος», που ανήκει στην ύστερη και ώριμη πλατωνική περίοδο, αναθεωρεί τις αρχικές του απόψεις και τηρεί πιο διαλλακτική και συμβιβαστική στάση απέναντι στο θέμα της ηδονής.
Στο «Φίληβο» εμφανίζονται δύο αντίπαλες θέσεις για το τι είναι «καλό» για τον άνθρωπο. Ο Φίληβος από τη μια μεριά υποστηρίζει ότι το «καλό» είναι η ηδονή, και η κάθε ευχαρίστηση που απορρέει από ένα ηδονικό συναίσθημα. Από την άλλη μεριά ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι το «καλό» και το ωφέλιμο για τον άνθρωπο είναι η φρόνηση, η νόηση και ο διαλογισμός. (11b)
Στη συνέχεια του διαλόγου διατυπώνεται η άποψη, πως ότι επιδέχεται αυξομειώσεις μπορεί να συμπεριληφθεί κάτω από την ενιαία επωνυμία «άπειρο». Όπως η θερμοκρασία έτσι και η ηδονή και ο πόνος ανήκουν στην τάξη του απείρου διότι επιδέχονται το περισσότερο και το λιγότερο, το μεγάλο και το μικρό και κανένα από αυτά τα τρία στοιχεία δεν αποτελεί το μέγιστο ή το ελάχιστο διανοητό όριο (24 d). Είναι λοιπόν ευνόητο ότι αυτό που καθιστά την ηδονή καλή και τον πόνο κακό είναι οι άπειρες και ανεξάντλητες δυνατότητες βίωσής τους.
Αντίθετα, η νοημοσύνη και η ευφυΐα είναι η αιτία δημιουργίας της κοσμικής τάξης και ως εκ τούτου ανήκουν στην τάξη της «αιτίας του μείγματος» και ως μείγμα ορίζεται οτιδήποτε είναι καλό για τον άνθρωπο (30 e).
Ο Πλάτωνας στη συνέχεια, υποστηρίζει ότι ηδονή αισθανόμαστε όταν η φυσική κατάσταση φτάνει στην πληρότητά της. Όταν δηλαδή διαταραχθεί η αρμονία ενός ζωντανού οργανισμού εμφανίζεται το συναίσθημα του πόνου και όταν μετά τη διατάραξη αυτή η αρμονία αποκατασταθεί προκύπτει το συναίσθημα της ηδονής.
Πλατωνικός πόνος, δηλαδή είναι η φυσική αποδιοργάνωση του σώματος και πλατωνική ηδονή είναι η αποκατάσταση των συστατικών στοιχείων εκ των οποίων συντίθεται το σώμα. Ο Α. Taylor στο βιβλίο του:«Ο Πλάτων , ο άνθρωπος και το έργο του», υποστηρίζει ότι : «Πρόκειται για την ευχάριστη διεργασία της επιστροφής στην κανονική κατάσταση του οργανισμού μετά από μία διαταραχή ή όπως λένε συνήθως σήμερα οι υποστηριχτές της ίδιας θεωρίας, τη διεργασία της ανάληψης από μία κατάσταση οργανικής φθοράς». Η ηδονή δηλαδή, με όρους φυσιολογίας δεν είναι αποκλειστικά σύλληψη του Επίκουρου.
Η ηδονή και ο πόνος στον Πλάτωνα είναι κινήσεις και διεργασίες των ατόμων μέσα στο σώμα, πράγμα που σημαίνει ότι η διαταραχή της οργανικής ισορροπίας είναι επώδυνη και η αποκατάστασή της ηδονική. Πρέπει όμως να θεωρήσουμε ότι υπάρχει και μια τρίτη κατάσταση, στην οποία το σώμα δεν υφίσταται ούτε τη μία ούτε την άλλη διεργασία. Η ενδιάμεση αυτή κατάσταση δεν είναι ούτε επώδυνη ούτε ηδονική αλλά ανώδυνη καθώς οι διεργασίες των σωματικών στοιχείων δεν προκαλούν ούτε ηδονή ούτε πόνο και επομένως αυτός ο τρόπος ζωής δεν μπορεί να θεωρηθεί ευχάριστος ή δυσάρεστος. «Εκ δη τούτων τιθωμεν τριττους ημιν βίους, ένα μεν ηδύν, τον δ’ αυ λυπηρόν, τον δ’ ένα μηδέτερα». Εδώ παρακολουθούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον Πλάτωνα να αντικρούει την άποψη του Επίκουρου, ο οποίος αρνούνταν κατηγορηματικά ως προϊόν πλάνης μία ενδιάμεση κατάσταση , ουδέτερης συναισθημάτων λυπηρών ή ευχάριστων. Για τον Επίκουρο μεγάλη σημασία έχει η κατάσταση στην οποία επικρατεί πλήρης απουσία πόνου που προσδιορίζει και το όριο της μεγίστης ηδονής.
Ο Πλάτωνας αναγνωρίζει δύο κατηγορίες ηδονών: τις ηδονές μεικτού τύπου, οι οποίες εμπεριέχουν κάποιο στοιχείο πόνου ή την ύπαρξη κάποιου επώδυνου παράγοντα (χαρακτηρίζονται από βία ή έλλειψη μέτρου και τέτοιες θεωρεί τις ηδονές που απορρέουν από την ικανοποίηση της πείνας, της δίψας και οποιασδήποτε άλλης σωματικής ανάγκης του ανθρώπου
Οι αμιγείς ηδονές είναι αληθινές και γνήσιες ενώ οι μεικτές ηδονές είναι ψευδείς και απατηλές. «Όπως λ.χ. μια μικρή επιφάνεια χρώματος καθαρά λευκού, χωρίς την παραμικρή πρόσμειξη είναι γνησιότερα λευκή από μια απέραντη έκταση μικρότερης καθαρότητας, έτσι ακόμα και μια μικρή ηδονή που όμως αποτελεί πέρα για πέρα απόλαυση, δικαιούται περισσότερο το χαρακτηρισμό ηδονή από μια μεγάλη ηδονή, ανάμεικτη παντού από το αντίθετό της, τον πόνο (53 a – b – c). Με άλλα λόγια οι εγκυρότερες ηδονές δεν είναι οι εξαιρετικά ερεθιστικές εκείνες εμπειρίες που θεωρούνται γενικά ως οι απολαυστικότερες, αφού η ερεθιστικότητά τους εξαρτάται τελικά από την έντασή τους και από την αντίθεσή τους με έναν επώδυνο παράγοντα. Αντίθετα αξιότερες του χαρακτηρισμού ηδονές είναι οι μετρημένες ηδονές που δεν έπονται οδυνηρής επιθυμίας και είναι ανεξάρτητες από κάθε εσωτερική ένταση», σύμφωνα με τον Taylor.
Συνεπώς, έπεται λογικά από τα παραπάνω ότι η εγκυρότητα, η αλήθεια και η γνησιότητα μιας ηδονής δεν συνίσταται στην ποσότητα, στην ένταση ή το βαθμό της, αλλά εξαρτάται κυρίως από την ποιότητα, τη μετριότητα και την ελεγχόμενη ένταση που τη διακρίνει.
Προς το τέλος του διαλόγου βλέπουμε τελικά ότι η ανθρώπινη αρετή συντίθεται από τρία αδιαχώριστα στοιχεία : το μέτρο, η ωραιότητα και η αλήθεια . Ο Πλάτωνας δια μέσου του Σωκράτη, αντιπαραθέτοντας την ηδονή και τη νόηση με τα τρία αυτά ενιαία χαρακτηριστικά διαπιστώνει και στις τρεις αυτές περιπτώσεις την υπεροχή και την ανωτερότητα της νόησης.
Όσον αφορά το κριτήριο της αλήθειας, ο Πλάτωνας λέει ότι: «η ηδονή αποτελεί το πιο κενόδοξο (αλαζονίστατον) πράγμα, γιατί υπόσχεται πολύ μεγαλύτερη απόλαυση από όση τελικά αντιπροσωπεύει. Είναι διαβόητος ο απατηλός χαρακτήρας των σεξουαλικών ηδονών. Αντίθετα, η ευφυΐα (ο νους) ταυτίζεται με την αλήθεια ή τουλάχιστον αποτελεί το γνησιότερο πράγμα στον κόσμο. Ως προς το στοιχείο του μέτρου, η ηδονή τείνει προς την άγρια υπερβολή, ενώ δεν υπάρχει τίποτα πιο μετρημένο από την ευφυΐα και την επιστήμη (65 c – d). Τέλος, ως προς το κάλλος, δεν υπάρχει ασχήμια (ουδέν αισχρόν) ούτε στη σοφία ούτε στην ευφυΐα, αλλά οι εντονότερες ηδονές είναι τόσο ακαλαίσθητες, ώστε όποιος επιδίδεται σ’ αυτές παρουσιάζει θέαμα γελοίο και επαίσχυντο, γι’ αυτό πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να το σκεπάσει το σκοτάδι (66 a)».
Στην κατάταξη των αγαθών σε κατηγορίες η πρώτη θέση ανήκει στο μέτρο, η δεύτερη στην αναλογία, ωραιότητα και τελειότητα, η τρίτη, στην σοφία και φρόνηση, η τέταρτη στις τέχνες και στις επιστήμες και τέλος στην πέμπτη κατηγορία υπάγονται οι σωματικές ή διανοητικές ηδονές καθώς επίσης και οι καθαρές ηδονές από λύπη και πόνο( 66 a-c).
Τελικά το καλό και η αρετή που πρέπει πάντοτε ο άνθρωπος να θέτει ως τελικό σκοπό στη ζωή του, δεν είναι αποκλειστικά και απόλυτα ούτε η ηδονή ούτε η φρόνηση, αλλά η μείξη, ο συγκερασμός αυτών των δύο στοιχείων συνιστά τον καλό και ευδαίμονα ανθρώπινο βίο, με την προϋπόθεση όμως ότι την πρωτοκαθεδρία ως ρυθμιστικού παράγοντα την έχει η λειτουργία της νόησης και της σκέψης καθώς αποδείχτηκε πολυτιμότερη από την ηδονή. Με άλλα λόγια, ο άριστος, τέλειος και ιδανικός ο ανθρώπινος βίος είναι ένας μεικτός βίος δηλαδή ούτε ηδονικός με αμέτρητες σωματικές και υλικές απολαύσεις που στηρίζεται στη βίωση έντονων ευχάριστων και ηδονικών εμπειριών αλλά ούτε και νοησιαρχικός, θεωρητικός και ορθολογιστικός στον υπέρτατο βαθμό.

Προϋποτίθεται λοιπόν ως εξισορροπητικός παράγοντας για την πραγμάτωση της αρετής , που είναι το ύψιστο και πολυτιμότερο αγαθό, κατά τον Πλάτωνα, η ύπαρξη ενός μεικτού βίου. Αυτός θα περιλαμβάνει τόσο τις διανοητικές ευχάριστες δραστηριότητες όσο και τις σωματικές απολαύσεις, πάντοτε όμως με την υπεροχή των πρώτων. Αυτή η πλατωνική αντίληψη, απηχεί την αρχαϊκή αντίληψη του «παν μέτρον άριστον» καθώς ο σωστός και ενάρετος βίος έγκειται στο μετριασμό, στη σωστή αναλογία και στην εναρμόνιση της ηδονής και της φρόνησης - νόησης.
Σταυρούλα Ρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: